πειρητίζω: Difference between revisions
Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πειρητίζω''': Ἐπικ. [[τύπος]] τοῦ [[πειράω]], ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. κ. παρατ., [[δοκιμάζω]], [[ἐξετάζω]], ἀπολ., Ἰλ. Ο. 615, Ὀδ. Ω. 221· μετ’ ἀπαρ. ῥήγνυσθαι μέγα [[τεῖχος]].. πειρήτιζον Ἰλ. Μ. 257· - πλήκτρῳ ἐπειρήτιζε, ἤγγιζε τὰς χορδὰς δι’ [[αὐτοῦ]], Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 53. 419. ΙΙ. [[μετὰ]] γεν. προσ., [[δοκιμάζω]] τινά, συβώτεω πειρητίζων Ὀδ. Ξ. 459· συβώτεω π., εἴ μιν ἔτ’ [[ἐνδυκέως]] φιλέοι Ο. 304· [[ὡσαύτως]], [[δοκιμάζω]] τὰς δυνάμεις τινὸς (ἐν μάχῃ), [[μήτι]] μευ, ἠΰτε παιδός.., πειρήτιζε Ἰλ. Η. 235· πρβλ. [[πειράω]] β. ΙΙ. 1. 2) [[μετὰ]] γεν. πράγμ., σθένεος καὶ ἀλκῆς Ὀδ. Χ. 237· τόξου Φ. 124, 149· πρβλ. [[πειράω]] Β. ΙΙ. 2. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. π. στίχας ἀνδρῶν, [[δοκιμάζω]], δηλ. [[προσβάλλω]] τὰς τάξεις Ἰλ. Μ. 47. 2) π. γυναῖκα Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 16. | |lstext='''πειρητίζω''': Ἐπικ. [[τύπος]] τοῦ [[πειράω]], ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. κ. παρατ., [[δοκιμάζω]], [[ἐξετάζω]], ἀπολ., Ἰλ. Ο. 615, Ὀδ. Ω. 221· μετ’ ἀπαρ. ῥήγνυσθαι μέγα [[τεῖχος]].. πειρήτιζον Ἰλ. Μ. 257· - πλήκτρῳ ἐπειρήτιζε, ἤγγιζε τὰς χορδὰς δι’ [[αὐτοῦ]], Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 53. 419. ΙΙ. [[μετὰ]] γεν. προσ., [[δοκιμάζω]] τινά, συβώτεω πειρητίζων Ὀδ. Ξ. 459· συβώτεω π., εἴ μιν ἔτ’ [[ἐνδυκέως]] φιλέοι Ο. 304· [[ὡσαύτως]], [[δοκιμάζω]] τὰς δυνάμεις τινὸς (ἐν μάχῃ), [[μήτι]] μευ, ἠΰτε παιδός.., πειρήτιζε Ἰλ. Η. 235· πρβλ. [[πειράω]] β. ΙΙ. 1. 2) [[μετὰ]] γεν. πράγμ., σθένεος καὶ ἀλκῆς Ὀδ. Χ. 237· τόξου Φ. 124, 149· πρβλ. [[πειράω]] Β. ΙΙ. 2. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. π. στίχας ἀνδρῶν, [[δοκιμάζω]], δηλ. [[προσβάλλω]] τὰς τάξεις Ἰλ. Μ. 47. 2) π. γυναῖκα Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 16. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />essayer, éprouver, faire l’épreuve de :<br /><b>1</b> <i>abs.</i><br /><b>2</b> <i>avec un rég. de <i>pers.</i> au</i> gén. : τινός, scruter, pressentir qqn ; éprouver qqn, se mesurer avec lui;<br /><b>3</b> <i>avec un rég. de chose au</i> gén. : τινός, éprouver <i>ou</i> essayer qch (un arc, ses forces, <i>etc.</i>) ; à l’acc. στίχας [[ἀνδρῶν]] IL tâter <i>ou</i> attaquer les lignes de guerriers;<br /><b>4</b> avec un inf. : s’efforcer de.<br />'''Étymologie:''' [[πεῖρα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:29, 9 August 2017
English (LSJ)
Ep. form of πειράω, only pres. and impf.,
A attempt, try, prove, abs., Il.15.615, Od.24.221 : c. inf., ῥήγνυσθαι μέγα τεῖχος . . πειρήτιζον Il. 12.257 ; πλήκτρῳ ἐπειρήτιζε touched the strings with it, h.Merc.53,419. II c. gen. pers., make trial of, συβώτεω πειρητίζων εἰ . . Od.14.459 ; συβώτεω π., ἤ μιν ἔτ' ἐνδυκέως φιλέοι . . ἦ . . 15.304; μή τί μευ, ἠΰτε παιδός... πειρήτιζε Il.7.235. 2 c. gen. rei, σθένεος καὶ ἀλκῆς Od.22.237 ; τόξου 21.124, 149. III c. acc., στίχας ἀνδρῶν π. attempt, i.e. attack, the lines, Il.12.47.
German (Pape)
[Seite 547] ep. = πειράω, nur praes. u. impf., versuchen, erproben, prüfen; absol., Il. 15, 615 Od. 24, 221; m. d. inf., Il. 12, 257; – c. gen., die Person ausforschen, Od. 14, 459. 15, 304. 16, 313; auch Jemandes Kräfte im Kampf erproben, sich mit ihm messen, Il. 7, 235; u. dem gen. der Sache, σθένεος καὶ ἀλκῆς, Od. 22, 237, τόξου, 21, 124. 149. – Selten c. accus., στίχας ἀνδρῶν, im feindlichen Sinne, die Schaaren im Kampfe versuchen, den Kampf mit ihnen aufnehmen, Il. 12, 47.
Greek (Liddell-Scott)
πειρητίζω: Ἐπικ. τύπος τοῦ πειράω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. κ. παρατ., δοκιμάζω, ἐξετάζω, ἀπολ., Ἰλ. Ο. 615, Ὀδ. Ω. 221· μετ’ ἀπαρ. ῥήγνυσθαι μέγα τεῖχος.. πειρήτιζον Ἰλ. Μ. 257· - πλήκτρῳ ἐπειρήτιζε, ἤγγιζε τὰς χορδὰς δι’ αὐτοῦ, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 53. 419. ΙΙ. μετὰ γεν. προσ., δοκιμάζω τινά, συβώτεω πειρητίζων Ὀδ. Ξ. 459· συβώτεω π., εἴ μιν ἔτ’ ἐνδυκέως φιλέοι Ο. 304· ὡσαύτως, δοκιμάζω τὰς δυνάμεις τινὸς (ἐν μάχῃ), μήτι μευ, ἠΰτε παιδός.., πειρήτιζε Ἰλ. Η. 235· πρβλ. πειράω β. ΙΙ. 1. 2) μετὰ γεν. πράγμ., σθένεος καὶ ἀλκῆς Ὀδ. Χ. 237· τόξου Φ. 124, 149· πρβλ. πειράω Β. ΙΙ. 2. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. π. στίχας ἀνδρῶν, δοκιμάζω, δηλ. προσβάλλω τὰς τάξεις Ἰλ. Μ. 47. 2) π. γυναῖκα Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 16.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
essayer, éprouver, faire l’épreuve de :
1 abs.
2 avec un rég. de pers. au gén. : τινός, scruter, pressentir qqn ; éprouver qqn, se mesurer avec lui;
3 avec un rég. de chose au gén. : τινός, éprouver ou essayer qch (un arc, ses forces, etc.) ; à l’acc. στίχας ἀνδρῶν IL tâter ou attaquer les lignes de guerriers;
4 avec un inf. : s’efforcer de.
Étymologie: πεῖρα.