ἐνδυκέως

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδῠκέως Medium diacritics: ἐνδυκέως Low diacritics: ενδυκέως Capitals: ΕΝΔΥΚΕΩΣ
Transliteration A: endykéōs Transliteration B: endykeōs Transliteration C: endykeos Beta Code: e)nduke/ws

English (LSJ)

A Adv. sedulously, kindly, freq. in Hom. (esp. in Od.), with Verbs expressing friendly actions, as πέμψαι Od.14.337; ὁμαρτεῖν Il.24.438; φιλέειν καὶ τιέμεν Od.15.543; παρέχειν βρῶσίν τε πόσιν τε ib.491; so ἐ. δέκεσθαι θυσίαισιν Pi.P.5.85; ῥύεσθαι Theoc.25.25, etc.; ἔχραεν A.R.2.454.
II steadfastly, μαρνάμεθ' ἐ. B.5.125, cf. 112.
2 greedily, ravenously, ἐσθίειν Od.14.109; ἐ. ῥινὸν σχίσσας, of a lion tearing his prey, Hes.Sc.427.—No Adj. ἐνδυκής occurs: but neut. ἐνδυκές, as adverb, is prob. l. in A.R.1.883; used for συνεχές, Nic. Th.263; expld. by συνεχές, συνετόν, ἀφελές, ἀσφαλές, γλυκύ, κτλ., Hsch. (Etym. dub.: for sense 1 perhaps cf. ἀ-δευκής.)

Spanish (DGE)

(ἐνδῠκέως)
• Morfología: [tb. neutr. adverb. ἐνδυκές A.R.1.883, Nic.Th.263, 163, 283, Hsch.]
adv.
1 con solicitud, amablemente σοὶ ... ἐ. ἐν νηῒ θοῇ ἢ πεζὸς ὁμαρτέων acompañándote solícitamente en la veloz nave o a pie, Il.24.438, μ' ἠνώγει πέμψαι βασιλῆϊ Ἀκάστῳ ἐ. Od.14.337, με ... Πηλεὺς ἔτραφε ... ἐ. Peleo me crió con solicitud, Il.23.90, ἐ. φιλέειν καὶ τιέμεν Od.15.543, παρέχει βρῶσίν τε πόσιν τε ἐ. Od.15.491, cf. 7.256, Διόνυσον ... νύμφαι ... ἐ. ἀτίταλλον h.Hom.26.4, τὸ δ' ἐλάσιππον ἔθνος ἐ. δέκονται θυσίαισιν ἄνδρες Pi.P.5.85, ταί (γυναῖκες) γε ἐνδυκὲς ἀνέρας ἀμφὶ κινυρόμεναι προχέοντο las mujeres se abalanzaban afectuosamente en torno a los hombres lamentándose A.R.1.883, ἀγαπάζειν Gr.Naz.M.37.1377A, cf. 972A, Opp.H.5.87, 621, Q.S.3.471.
2 cuidadosamente βασιλῇ πολὺν καὶ ἀθέσφατον ὄλβον ῥυόμεθ' ἐ. protegemos con cuidado la grande e inefable riqueza del rey Theoc.25.25, cf. Q.S.3.531, τοῖς ὁ γέρων ... ἔχραεν ἐ. el anciano les anunciaba con detalle los oráculos A.R.2.454, ἀμφὶ δὲ μίτρῃ δήσαντ' ἐ. con precaución enrollaron alrededor una venda Q.S.4.214, cf. 397, βίβλον ἐπέρχεο ἐ. recorre el libro con atención, AP 15.23, cf. Hsch.
3 con avidez, con voracidad ὁ δ' ἐ. κρέα τ' ἤσθιε Od.14.109, λέων ... ἐ. ῥινὸν κρατεροῖς ὀνύχεσσι σχίσσας Hes.Sc.427
encarnizadamente μαρνάμεθ' ἐ. Κουρῆσι B.5.125, τῷ δὲ στυγερὰν δῆριν ... στασάμεθ' ἐ. B.5.112.
4 continuamente, con perseverancia αἰεὶ ἐ. ὅμοιόν ἐστι Hp.Loc.Hom.41, κεράστης ... κατὰ στίβον ἐνδυκὲς αὔει la cerasta duerme habitualmente sobre el camino Nic.Th.263, cf. ll.cc.
5 ἐνδυκές· ἀφελές. ἀσφαλές. γλυκύ. πρόθυμον. εὔνουν. πιστόν. ἐπιμελές Hsch.
• Etimología: Quizá rel. c. ἀδευκής.

German (Pape)

[Seite 836] (das adj. ἐνδυκής kommt nicht vor; von ἐνδύω, δέδυκα, eindringlich), angelegentlich, sorgfältig, herzlich, innig; λούειν Od. 10, 449; πέμπειν 14, 337; ἀποπέμπειν 10, 65; ὁμαρτεῖν Il. 24, 438; παρέχειν βρῶσίν τε πόσιν τε Od. 15, 491; τίειν 15, 543; δέχεσθαι Il. 23, 90, wie Pind. P. 5, 85; φιλεῖν καὶ τρέφειν Od. 7, 255; κομίζειν 17, 111; ἐσθίειν 14, 109, eifrig darauf losessen; sonst nur einzeln, wie Callim. frg. bei Schol. Theocr. 4, 16; auch Hippocr., s. ἐνδυκές.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec soin, avec sollicitude ; ἐνδυκέως ἐσθίειν OD manger avidement.
Étymologie: ἐν, δύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδῠκέως:
1 заботливо, старательно (παρέχειν τινὶ βρῶσίν τε πόσιν τε Hom.; δέκεσθαι Pind.; ῥύεσθαι Theocr.);
2 усердно, жадно (ἐσθίειν Hom.; ῥινὸν ὀνύχεσσι σχίσσας, sc. λέων Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδῠκέως: ἐπίρρ., ἐπιμελῶς, μετὰ προσοχῆς, «μετ’ ἐπιτηρήσεως καὶ δεξιώσεως» (Εὐστ.), συχν. παρ’ Ὁμήρῳ καὶ μάλιστα ἐν Ὀδ., τὸ πλεῖστον μετὰ ῥημάτων σημαινόντων εὐμενῆ τινα ἢ φιλικὴν πρᾶξιν, ὡς πέμπειν Ὀδ. Ξ. 337· ἀποπέμπειν Κ. 65· ὁμαρτεῖν Ἰλ. Ω. 438· φιλεῖν Ὀδ. Η. 256· λούειν καὶ χρίειν Κ. 450· παρέχειν βρῶσίν τε πόσιν τε Ο. 491· τίειν Ο. 543· τρέφειν Ἰλ. Ψ. 90· οὕτως, ἔνδ. δέχεσθαι Πίνδ. Π. 5. 114· ῥύεσθαι Θεόκρ. 25. 25, κτλ.· τρέφειν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 617. Κατὰ τὸ Μέγ. Ἐτυμ. (339. 21) «ἐνδυκέως, παρὰ τὸ ἐνδίκως· οὕτω καὶ ἐνδυκέως τὸ φιλοτίμως καὶ ἀξίως, ἐπιμελῶς, μετ’ ἐπιμελείας καὶ ἐπιστροφῆς». ΙΙ. ἐνδυκέως ἐσθίειν, μετ’ ὀρέξεως τρώγειν, Ὀδ. Ξ. 109· ὅστε μάλ’ ἐνδυκέως ῥινὸν κρατεροῖς ὀνύχεσσι σχίσας Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 427. - Ἐπίθετον ἐνδυκὴς ἀπαντᾷ παρ’ Ἡσυχ.: «ἐνδυκές· συνεχές, συνετόν, ἀφελές, ἀσφαλές, γλυκύ, πρόθυμον, εὔπνουν, πιστόν, ἐπιμελές». Τὸ ἐνδυκές μετ’ ἐπιρρημ. σημασίας εἶναι ὡς πιθ. γραφ. ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Α. 883 ἀντὶ ἐνδυκέως, ὅπερ εἶναι ἐναντίον εἰς τὸ μέτρον· παρὰ Νικάνδρῳ ἐν Θηρ. 263, 283 ἐτέθη ἀντὶ τοῦ συνεχές. (Ὁ Κούρτιος ἀναφέρει τὸ ἐνδυκέως εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, εἰς ἣν καὶ τὸ ἀ-δευκής, δηλ. εἰς τὴν ΔΟΚ, δοκέω, καὶ ὑπολαμβάνει ὡς πρώτην σημασίαν τὸ ἐντίμως, πρεπόντως).

English (Autenrieth)

duly, attentively, kindly; τρέφειν, Il. 23.90; φείδεσθαι, Il. 24.158; ὁμαρτεῖν, Il. 24.438; oftener in Od., with φιλεῖν, πέμπειν, λούειν, κομεῖν, etc.; ἐνδυκέως κρέα τ' ἤσθιε πῖνέ τε οἶνον, ‘with a relish,’ Od. 14.109.

English (Slater)

ἐνδῠκέως faithfully τὸ δ' ἐλάσιππον ἔθνος ἐνδυκέως δέκονται (P. 5.85)

Greek Monolingual

ἐνδυκέως (Α)
επίρρ.
1. με επιμέλεια, πρόθυμα, εγκάρδια
2. σταθερά
3. άπληστα, με βουλιμίαἐνδυκέως κρέα τ' ἤσθιε, πῖνέ τε οἶνον»).

Greek Monotonic

ἐνδῠκέως: (ἐν, δοκέω), επίρρ., επιμελώς, με προσοχή, με φιλοπονία, με εργατικότητα, με ζήλο, σε Όμηρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adv.
Meaning: careful (Il.), in Hp. explained as continuously.
Derivatives: Also ἐνδυκές (Nic. Th. 263, H. [beside ἐνδύκιον]; prob. also A. R. 1, 883 for metr. impossible -έως).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Perhaps to ἀδευκής (s. v.) with uncertain analysis; both a verb *ἐν-δυκεῖν and a noun *δύκη are possible. Cf. Strömberg Prefix Studies 90; on the meaning Leumann Hom. Wörter 311f., who explains its use in Hp. from a false interpretation of Homer.

Middle Liddell

adverb[ἐν, δοκέω
adv. thoughtfully, carefully, sedulously, Hom.

Frisk Etymology German

ἐνδυκέως: ep. poet. Adv. seit Il. (auch Hp., vgl. unten)
{endukéōs}
Meaning: etwa liebevoll, sorgsam, bei Hp. (und B. 5, 112?) als anhaltend erklärt.
Derivative: Daneben ἐνδυκές (Nik. Th. 263, H. [neben ἐνδύκιον; wohl auch A. R. 1, 883 für metr. unmögl. -έως).
Etymology: Wahrscheinlich zu ἀδευκής (s. d.) mit unsicherer Analyse; sowohl ein Verb *ἐνδυκεῖν wie ein Nomen *δύκη o. ä. sind denkbar. Vgl. Strömberg Prefix Studies 90; zur Bedeutung Leumann Hom. Wörter 311f., der den Gebrauch bei Hp. (und B.) aus einer falschen Homerinterpretation erklären will.
Page 1,512