καταπηδάω: Difference between revisions

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
(6_13b)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπηδάω''': μέλλ. -ήσομαι, πηδῶ [[κάτω]] ἀπό τινος, ἀπὸ τοῦ ἵππου καταπηδήσας τις ἀναβάλλει αὐτὸν ἐπὶ τὸν [[ἑαυτοῦ]] Ξεν. Κύρ. 7. 1, 38, πρβλ. Πλουτ. Καῖσ. 46· ἐκ τοῦ ἵππου Χαρίτων 5. 3· πρβλ. ἀποπηδέω καὶ ἀποθρώσκω· Σουΐδ. «καταπηδῶ», αἰτιατ.
|lstext='''καταπηδάω''': μέλλ. -ήσομαι, πηδῶ [[κάτω]] ἀπό τινος, ἀπὸ τοῦ ἵππου καταπηδήσας τις ἀναβάλλει αὐτὸν ἐπὶ τὸν [[ἑαυτοῦ]] Ξεν. Κύρ. 7. 1, 38, πρβλ. Πλουτ. Καῖσ. 46· ἐκ τοῦ ἵππου Χαρίτων 5. 3· πρβλ. ἀποπηδέω καὶ ἀποθρώσκω· Σουΐδ. «καταπηδῶ», αἰτιατ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />sauter à bas, <i>avec</i> [[ἀπό]] τινος.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πηδάω]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπηδάω Medium diacritics: καταπηδάω Low diacritics: καταπηδάω Capitals: ΚΑΤΑΠΗΔΑΩ
Transliteration A: katapēdáō Transliteration B: katapēdaō Transliteration C: katapidao Beta Code: kataphda/w

English (LSJ)

   A leap down, ἀπὸ τοῦ ἵππου X.Cyr.7.1.38, cf. LXXGe.24.64, BGU1201.12 (i A. D.), Plu.Caes.49; ἐκ τοῦ ἵππου Charito 5.3; ἀφ' ὑψηλῶν Aen.Tact.22.19.

German (Pape)

[Seite 1369] (s. πηδάω), herabspringen; ἀπὸ τοῦ ἵππου Xen. Cyr. 7, 1, 38; Plut. Caes. 49; ἐκ τοῦ ἵππου Charit. 5, 3.

Greek (Liddell-Scott)

καταπηδάω: μέλλ. -ήσομαι, πηδῶ κάτω ἀπό τινος, ἀπὸ τοῦ ἵππου καταπηδήσας τις ἀναβάλλει αὐτὸν ἐπὶ τὸν ἑαυτοῦ Ξεν. Κύρ. 7. 1, 38, πρβλ. Πλουτ. Καῖσ. 46· ἐκ τοῦ ἵππου Χαρίτων 5. 3· πρβλ. ἀποπηδέω καὶ ἀποθρώσκω· Σουΐδ. «καταπηδῶ», αἰτιατ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
sauter à bas, avec ἀπό τινος.
Étymologie: κατά, πηδάω.