ἀστυγείτων: Difference between revisions
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀστῠγείτων''': -ον, γεν. ονος, τῷ ἄστει γειτνιῶν, [[ἀστυγειτονικός]], ἀστυγείτονας σκοπὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 309˙ πόλεις Ἡρόδ. 6. 99, πρβλ. 9. 122, Εὐρ. Ἱππ. 1161˙ καὶ τὸ πρὸς τοὺς ἀστυγείτονας πολέμους Ἀριστ. Πολ. 7. 10, 11. 2) ὡς οὐσιαστ. ὁ γειτνιάζων τῇ πόλει, [[ὅμορος]], [[γείτων]], Ἡρόδ. 2. 104., 5. 66, Θουκ. 1. 15, κτλ. | |lstext='''ἀστῠγείτων''': -ον, γεν. ονος, τῷ ἄστει γειτνιῶν, [[ἀστυγειτονικός]], ἀστυγείτονας σκοπὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 309˙ πόλεις Ἡρόδ. 6. 99, πρβλ. 9. 122, Εὐρ. Ἱππ. 1161˙ καὶ τὸ πρὸς τοὺς ἀστυγείτονας πολέμους Ἀριστ. Πολ. 7. 10, 11. 2) ὡς οὐσιαστ. ὁ γειτνιάζων τῇ πόλει, [[ὅμορος]], [[γείτων]], Ἡρόδ. 2. 104., 5. 66, Θουκ. 1. 15, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />voisin d’une ville, proche d’une ville ; voisin, limitrophe <i>en parl. de la ville elle-même</i> ; voisin de frontière.<br />'''Étymologie:''' [[ἄστυ]], [[γείτων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A near or bordering on a city, σκοπαί A.Ag.309; πόλιες Hdt.6.99, cf. 9.122, E.Hipp.1161, Plu.Rom.23; πόλεμοι Arist.Pol.1330a18. 2 as Subst., neighbour to the city, borderer, Hdt.2.104, 5.66, Th.1.15, X.HG1.3.2., SIG633.10 (Milet., ii B.C.), etc.
German (Pape)
[Seite 379] ονος, der Stadt benachbart, σκοπαί Aesch. Ag. 300; πόλις Eur. Hipp. 1161; Her. 6, 99; Din. 1, 24; πόλεμοι, Kriege mit den Stadtnachbarn, Arist. pol. 7, 9; Pol. 21, 7; πόλις Plut. Rom. 23; gew. οἱ, Gränznachbarn, Her. 1, 30 u. öfter; Thuc. 1, 15 Dem. 59, 106.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστῠγείτων: -ον, γεν. ονος, τῷ ἄστει γειτνιῶν, ἀστυγειτονικός, ἀστυγείτονας σκοπὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 309˙ πόλεις Ἡρόδ. 6. 99, πρβλ. 9. 122, Εὐρ. Ἱππ. 1161˙ καὶ τὸ πρὸς τοὺς ἀστυγείτονας πολέμους Ἀριστ. Πολ. 7. 10, 11. 2) ὡς οὐσιαστ. ὁ γειτνιάζων τῇ πόλει, ὅμορος, γείτων, Ἡρόδ. 2. 104., 5. 66, Θουκ. 1. 15, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
voisin d’une ville, proche d’une ville ; voisin, limitrophe en parl. de la ville elle-même ; voisin de frontière.
Étymologie: ἄστυ, γείτων.