φύτωρ: Difference between revisions
From LSJ
(6_3) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φύτωρ''': [ῠ], -ορος, ὁ, [[πατήρ]], Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 333· «φύτορες· γεννήτορες» Ἡσύχ.· ὁ Δινδ. προτιμᾷ τὸν φύτορ’ ἀντὶ τὸν φύσαντ’ ἐν Σοφ. Τρ. 1031, [[χάριν]] τοῦ μέτρου. | |lstext='''φύτωρ''': [ῠ], -ορος, ὁ, [[πατήρ]], Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 333· «φύτορες· γεννήτορες» Ἡσύχ.· ὁ Δινδ. προτιμᾷ τὸν φύτορ’ ἀντὶ τὸν φύσαντ’ ἐν Σοφ. Τρ. 1031, [[χάριν]] τοῦ μέτρου. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ορος, ὁ, Α<br />γεννήτορας, [[πατέρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φῠ</i>- του <i>φύω</i>, -<i>ομαι</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τωρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γενέ</i>-<i>τωρ</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 29 September 2017
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A father, Sch.rec.A.Pr.233, Hsch.; cj. Dind. for τὸν φύσαντ' in S.Tr.1032 (hex.).
German (Pape)
[Seite 1320] ορος, ὁ, der Erzeuger, Vater, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
φύτωρ: [ῠ], -ορος, ὁ, πατήρ, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 333· «φύτορες· γεννήτορες» Ἡσύχ.· ὁ Δινδ. προτιμᾷ τὸν φύτορ’ ἀντὶ τὸν φύσαντ’ ἐν Σοφ. Τρ. 1031, χάριν τοῦ μέτρου.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, Α
γεννήτορας, πατέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φῠ- του φύω, -ομαι + κατάλ. -τωρ (πρβλ. γενέ-τωρ)].