ὀσπριώδης: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
(6_7)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀσπριώδης''': -ες, ([[εἶδος]]), [[ὅμοιος]] πρὸς [[ὄσπριον]], Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ. (Λευιτ. Β΄, 14).
|lstext='''ὀσπριώδης''': -ες, ([[εἶδος]]), [[ὅμοιος]] πρὸς [[ὄσπριον]], Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ. (Λευιτ. Β΄, 14).
}}
{{grml
|mltxt=-ες (ΑΜ [[ὀσπριώδης]], -ῶδες) [[όσπριον]]<br />όμοιος με όσπριο.
}}
}}

Revision as of 12:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀσπριώδης Medium diacritics: ὀσπριώδης Low diacritics: οσπριώδης Capitals: ΟΣΠΡΙΩΔΗΣ
Transliteration A: ospriṓdēs Transliteration B: ospriōdēs Transliteration C: ospriodis Beta Code: o)spriw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like pulse, Aq.Le.2.14, Orib.Fr.80.

German (Pape)

[Seite 397] ες, von der Art der Hülsenfrüchte, ihnen ähnlich, Athen.

Greek (Liddell-Scott)

ὀσπριώδης: -ες, (εἶδος), ὅμοιος πρὸς ὄσπριον, Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ. (Λευιτ. Β΄, 14).

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ ὀσπριώδης, -ῶδες) όσπριον
όμοιος με όσπριο.