αἰγίλωψ: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰγίλωψ''': [ῐ], ωπος, ποιητ. οπος, Νικ. Θ. 857, ὁ, [[εἶδος]] βρόμου (βρόμης κοινῶς), [[ἄγριος]] [[βρόμος]], Λατ. avena sterilis, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 15, 15. ΙΙ. [[εἶδος]] δρυὸς [[μετὰ]] γλυκέος καρποῦ, ἄλλη γραφὴ ἐν Θεοφρ. Ἱ. Φ. 3. 8, 2. ΙΙΙ. [[ἀπόστημα]] ἐν τῷ ὀφθαλμῷ, δακρυοῦχος σῦριγξ, Διοσκ. 4. 71.
|lstext='''αἰγίλωψ''': [ῐ], ωπος, ποιητ. οπος, Νικ. Θ. 857, ὁ, [[εἶδος]] βρόμου (βρόμης κοινῶς), [[ἄγριος]] [[βρόμος]], Λατ. avena sterilis, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 15, 15. ΙΙ. [[εἶδος]] δρυὸς [[μετὰ]] γλυκέος καρποῦ, ἄλλη γραφὴ ἐν Θεοφρ. Ἱ. Φ. 3. 8, 2. ΙΙΙ. [[ἀπόστημα]] ἐν τῷ ὀφθαλμῷ, δακρυοῦχος σῦριγξ, Διοσκ. 4. 71.
}}
{{bailly
|btext=ωπος (ὁ) :<br />sorte de chêne <i>ou</i> de graminée, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG sens 1, [[αἴγειρος]] et [[λώπη]] « écaille, écorce » ; ou au sens 2, [[αἴγιλος]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰγίλωψ Medium diacritics: αἰγίλωψ Low diacritics: αιγίλωψ Capitals: ΑΙΓΙΛΩΨ
Transliteration A: aigílōps Transliteration B: aigilōps Transliteration C: aigilops Beta Code: ai)gi/lwy

English (LSJ)

[ῐ], ωπος, poet. οπος Nic.Th.857, ὁ,

   A haver-grass, Aegilops ovata, Thphr.CP5.15.5, Ph.Bel.89.3, Dsc.4.137.    II Turkey oak, Quercus Cerris, Thphr.HP3.8.2.    III ulcer in the eye, lachrymal fistula, Cels.7.7, Dsc.4.70, Gal.UP10.10.    IV a bublous plant, plin.HN19.95.

Greek (Liddell-Scott)

αἰγίλωψ: [ῐ], ωπος, ποιητ. οπος, Νικ. Θ. 857, ὁ, εἶδος βρόμου (βρόμης κοινῶς), ἄγριος βρόμος, Λατ. avena sterilis, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 15, 15. ΙΙ. εἶδος δρυὸς μετὰ γλυκέος καρποῦ, ἄλλη γραφὴ ἐν Θεοφρ. Ἱ. Φ. 3. 8, 2. ΙΙΙ. ἀπόστημα ἐν τῷ ὀφθαλμῷ, δακρυοῦχος σῦριγξ, Διοσκ. 4. 71.

French (Bailly abrégé)

ωπος (ὁ) :
sorte de chêne ou de graminée, plante.
Étymologie: DELG sens 1, αἴγειρος et λώπη « écaille, écorce » ; ou au sens 2, αἴγιλος.