ὀφθαλμία: Difference between revisions
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀφθαλμία''': ἡ, (ὀφθαλμὸς) «πονόμματος», Λατ. lippitudo, [[νόσος]] τῶν ὀφθαλμῶν καθ’ ἣν γίνεται καὶ [[ἔκκρισις]] ὑγρῶν, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἀριστοφ. Πλ. 115, Ξεν. Ἀπομν. 8. 3, Πλάτ. Φαῖδρ. 255D, κλτ.· ὀφ. ξηρὰ Ἱππ. ἔνθ. ἀνωτ.· ὑγρὰ ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 281. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[ὀφθαλμία]], ἡ [[πήρωσις]]. Ἀριστοφάνης Πλούτῳ (115), ‘ταύτης ἀπαλλάξειν σε τῆς [[ὀφθαλμίας]]’, ἰδίως ὀφθαλμίαν τὴν πήρωσίν φησιν». | |lstext='''ὀφθαλμία''': ἡ, (ὀφθαλμὸς) «πονόμματος», Λατ. lippitudo, [[νόσος]] τῶν ὀφθαλμῶν καθ’ ἣν γίνεται καὶ [[ἔκκρισις]] ὑγρῶν, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἀριστοφ. Πλ. 115, Ξεν. Ἀπομν. 8. 3, Πλάτ. Φαῖδρ. 255D, κλτ.· ὀφ. ξηρὰ Ἱππ. ἔνθ. ἀνωτ.· ὑγρὰ ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 281. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[ὀφθαλμία]], ἡ [[πήρωσις]]. Ἀριστοφάνης Πλούτῳ (115), ‘ταύτης ἀπαλλάξειν σε τῆς [[ὀφθαλμίας]]’, ἰδίως ὀφθαλμίαν τὴν πήρωσίν φησιν». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> ophtalmie avec épanchement d’humeurs et chassie;<br /><b>2</b> cécité.<br />'''Étymologie:''' [[ὀφθαλμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A ophthalmia, a disease of the eyes accompanied by the discharge of humours, Hp.Aër.10, Epid.1.5 (both pl.), Vid.Ac.9 (sg.), Ar.Pl.115, X.Mem. 3.8.3, Pl.Phdr.255d, Alc.2.139e, etc.; ὀ. ξηραί Hp.Aër. l.c.; -ίαι ὑγραί ib.3. II metaph., [φθόνος] ὀ. τίς ἐστιν ψυχῆς Phld.Vit. p.21 J.
German (Pape)
[Seite 425] ἡ, Augenkrankheit, Triefäugigkeit; νοσεῖ που ἄνθρωπος ὀφθαλμούς, ᾧ ὄνομα ὀφθαλμία, Plat. Gorg. 496 a; Phaedr. 255 d; Xen. Mem. 3, 8, 3; Pol. 3, 79, 12; ξηρά, Arist. probl. 1, 9, 3. Bei Ar. Plut. 115 Blindheit.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφθαλμία: ἡ, (ὀφθαλμὸς) «πονόμματος», Λατ. lippitudo, νόσος τῶν ὀφθαλμῶν καθ’ ἣν γίνεται καὶ ἔκκρισις ὑγρῶν, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἀριστοφ. Πλ. 115, Ξεν. Ἀπομν. 8. 3, Πλάτ. Φαῖδρ. 255D, κλτ.· ὀφ. ξηρὰ Ἱππ. ἔνθ. ἀνωτ.· ὑγρὰ ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 281. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὀφθαλμία, ἡ πήρωσις. Ἀριστοφάνης Πλούτῳ (115), ‘ταύτης ἀπαλλάξειν σε τῆς ὀφθαλμίας’, ἰδίως ὀφθαλμίαν τὴν πήρωσίν φησιν».
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 ophtalmie avec épanchement d’humeurs et chassie;
2 cécité.
Étymologie: ὀφθαλμός.