δειλία: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δειλία''': ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις [[δειλός]], [[φόβος]], [[ἀνανδρία]], Ἡρόδ. 1. 37, Σοφ. Ο. Τ. 536, κτλ.· δειλίην [[ὀφλεῖν]], κατηγορεῖσθαι ἐπὶ ἀνανδρίᾳ, Ἡρόδ. 8. 26· δειλίας [[ὀφλεῖν]] (ἐνν. δίκην) Ἀνδοκ. 10. 21· [[ἔνοχος]] δειλίας (ἐνν. δίκῃ) Λυσ. 140. 1. μεταξὺ δειλίας καὶ θρασύτητος κεῖται ἡ [[ἀνδρεία]] Ἀριστ. Ἠ. Ν. 3, 9. | |lstext='''δειλία''': ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις [[δειλός]], [[φόβος]], [[ἀνανδρία]], Ἡρόδ. 1. 37, Σοφ. Ο. Τ. 536, κτλ.· δειλίην [[ὀφλεῖν]], κατηγορεῖσθαι ἐπὶ ἀνανδρίᾳ, Ἡρόδ. 8. 26· δειλίας [[ὀφλεῖν]] (ἐνν. δίκην) Ἀνδοκ. 10. 21· [[ἔνοχος]] δειλίας (ἐνν. δίκῃ) Λυσ. 140. 1. μεταξὺ δειλίας καὶ θρασύτητος κεῖται ἡ [[ἀνδρεία]] Ἀριστ. Ἠ. Ν. 3, 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />lâcheté, pusillanimité.<br />'''Étymologie:''' [[δειλός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A timidity, cowardice, Hdt.1.37, S.OT536, etc.; δειλίην ὀφλεῖν to be charged with cowardice, Hdt.8.26; δειλίας ὀφλεῖν (sc. δίκην) And.1.74; ἔνοχος δειλίας (sc. δίκῃ) Lys.1.45; opp. ἀνδρεία, θρασύτης, Pl.Lg.648b, Ti.87a. II misery, Procop.Goth.4.32.
German (Pape)
[Seite 537] ἡ, Furchtsamkeit, Feigheit, Thuc. 1, 112; Plat. Prot. 360 c; Ggstz ἀνδρία u. θρασύτης, Tim. 87 a Legg. I, 648 b.
Greek (Liddell-Scott)
δειλία: ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις δειλός, φόβος, ἀνανδρία, Ἡρόδ. 1. 37, Σοφ. Ο. Τ. 536, κτλ.· δειλίην ὀφλεῖν, κατηγορεῖσθαι ἐπὶ ἀνανδρίᾳ, Ἡρόδ. 8. 26· δειλίας ὀφλεῖν (ἐνν. δίκην) Ἀνδοκ. 10. 21· ἔνοχος δειλίας (ἐνν. δίκῃ) Λυσ. 140. 1. μεταξὺ δειλίας καὶ θρασύτητος κεῖται ἡ ἀνδρεία Ἀριστ. Ἠ. Ν. 3, 9.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
lâcheté, pusillanimité.
Étymologie: δειλός.