ἐγχράω: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(6_23) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγχράω''': καὶ ἐγχραύω, ὡς τὸ [[ἐγχρίμπτω]] ὠθῶ εἰς…, Λατ. impingere, ἐνέχραυεν ἐς τὸ [[πρόσωπον]] τὸ [[σκῆπτρον]] Valck. Ἡρόδ. 6. 75. ΙΙ. παθ. τις [[τύπος]] ὑπάρχει παρ’ Ἡρόδ. 7. 145, ἦσαν δὲ [[πρός]] τινας καὶ ἄλλους ἐγκεχρημένοι ἐνν. πόλεμοι, ἐπικεχειρημένοι· ἀλλὰ πιθανῶς [[εἶναι]] ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ ἐγκεχειρημένοι (ἐκ τοῦ [[ἐγχειρέω]]). | |lstext='''ἐγχράω''': καὶ ἐγχραύω, ὡς τὸ [[ἐγχρίμπτω]] ὠθῶ εἰς…, Λατ. impingere, ἐνέχραυεν ἐς τὸ [[πρόσωπον]] τὸ [[σκῆπτρον]] Valck. Ἡρόδ. 6. 75. ΙΙ. παθ. τις [[τύπος]] ὑπάρχει παρ’ Ἡρόδ. 7. 145, ἦσαν δὲ [[πρός]] τινας καὶ ἄλλους ἐγκεχρημένοι ἐνν. πόλεμοι, ἐπικεχειρημένοι· ἀλλὰ πιθανῶς [[εἶναι]] ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ ἐγκεχειρημένοι (ἐκ τοῦ [[ἐγχειρέω]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>part. pf. Pass.</i> ἐγκεχρημένος;<br />porter un coup, diriger une attaque contre.<br />'''Étymologie:''' p. *ἐγχράϜω, de [[ἐν]], [[χραύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
and ἐγχραύω, Ep. ἐνιχραύω Nic.Th.277:—like ἐγχρίμπτω,
A dash against, ἐνέχραυεν ἐς τὸ πρόσωπον τὸ σκῆπτρον Hdt.6.75; κυνόδοντά τισι Nic. l. c. II Pass., ἦσαν δὲ πρός τινας καὶ ἄλλους ἐγκεχρημένοι (sc. πόλεμοι) there were wars undertaken... Hdt.7.145 (prob. f.l. for ἐγκεκρημένοι).
German (Pape)
[Seite 714] dasselbe, v. l. Her. 6, 75; pass., ἔσαν δὲ πρός τινας καὶ ἄλλους ἐγκεχρημένοι πόλεμοι, 7, 145, auch gegen einige Andere waren heftige Kriege im Gange, was von mehreren Auslegern auf ἐγχειράω zurückgeführt worden.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχράω: καὶ ἐγχραύω, ὡς τὸ ἐγχρίμπτω ὠθῶ εἰς…, Λατ. impingere, ἐνέχραυεν ἐς τὸ πρόσωπον τὸ σκῆπτρον Valck. Ἡρόδ. 6. 75. ΙΙ. παθ. τις τύπος ὑπάρχει παρ’ Ἡρόδ. 7. 145, ἦσαν δὲ πρός τινας καὶ ἄλλους ἐγκεχρημένοι ἐνν. πόλεμοι, ἐπικεχειρημένοι· ἀλλὰ πιθανῶς εἶναι ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ ἐγκεχειρημένοι (ἐκ τοῦ ἐγχειρέω).
French (Bailly abrégé)
part. pf. Pass. ἐγκεχρημένος;
porter un coup, diriger une attaque contre.
Étymologie: p. *ἐγχράϜω, de ἐν, χραύω.