πίκρα: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς δὲ τοῖς ἀργοῖσιν οὐ παρίσταται → Longe est auxilium numinis ab inertibus → Umsonst erhofft der Träge Beistand sich von Gott

Menander, Monostichoi, 242
(6_10)
(32)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πίκρα''': ἡ, ἀντίδοτον, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Ἀλεξ. Τραλλ.
|lstext='''πίκρα''': ἡ, ἀντίδοτον, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Ἀλεξ. Τραλλ.
}}
{{grml
|mltxt=η, Ν·1.η [[ιδιότητα]] του πικρού, η [[πικράδα]] («η [[πίκρα]] του κινίνου»)<br /><b>2.</b> η [[πικρία]], η [[βαθιά]] [[λύπη]] («[[οπού]] το χαϊδανάστησα με πίκρες και με βάσανα», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] [[κιχώριο]], αλλ. [[πικράδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. [[πικραίνω]] (<b>πρβλ.</b> [[γλυκαίνω]] &GT; [[γλύκα]])].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πίκρα Medium diacritics: πίκρα Low diacritics: πίκρα Capitals: ΠΙΚΡΑ
Transliteration A: píkra Transliteration B: pikra Transliteration C: pikra Beta Code: pi/kra

English (LSJ)

ἡ, an

   A antidote, 'higry-pigry' (i.e. ἱερὰ π.), Alex.Trall.7.6, Febr.6.

Greek (Liddell-Scott)

πίκρα: ἡ, ἀντίδοτον, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Ἀλεξ. Τραλλ.

Greek Monolingual

η, Ν·1.η ιδιότητα του πικρού, η πικράδα («η πίκρα του κινίνου»)
2. η πικρία, η βαθιά λύπηοπού το χαϊδανάστησα με πίκρες και με βάσανα», δημ. τραγούδι)
3. το φυτό κιχώριο, αλλ. πικράδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. πικραίνω (πρβλ. γλυκαίνω > γλύκα)].