δίωτος: Difference between revisions

From LSJ

σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain

Source
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίωτος''': -ον, (οὖς, [[ὠτός]]) δύο ὦτα ἔχων˙ ἐπὶ ἀγγείων, χύτραι Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 288D· [[καδίσκος]] Ἀθήν. 473C, Συλλ. Ἐπιγρ. 2852. 57˙ πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου diota.
|lstext='''δίωτος''': -ον, (οὖς, [[ὠτός]]) δύο ὦτα ἔχων˙ ἐπὶ ἀγγείων, χύτραι Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 288D· [[καδίσκος]] Ἀθήν. 473C, Συλλ. Ἐπιγρ. 2852. 57˙ πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου diota.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à deux anses.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[οὖς]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίωτος Medium diacritics: δίωτος Low diacritics: δίωτος Capitals: ΔΙΩΤΟΣ
Transliteration A: díōtos Transliteration B: diōtos Transliteration C: diotos Beta Code: di/wtos

English (LSJ)

[ῐ], ον, (οὖς, ὠτός)

   A two-eared; of vessels, two-handled, Pl. Hp.Ma.288d; καδίσκος AnticlId.13; ψυκτήρ OGI214.57 (Branchidae, iii B. C.); πίναξ IG22.120.44.

German (Pape)

[Seite 650] (οὖς), mit zwei Ohren, Henkeln; χύτραι; Plat. Hipp. mai. 288 d; Ath. XI, 473 c.

Greek (Liddell-Scott)

δίωτος: -ον, (οὖς, ὠτός) δύο ὦτα ἔχων˙ ἐπὶ ἀγγείων, χύτραι Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 288D· καδίσκος Ἀθήν. 473C, Συλλ. Ἐπιγρ. 2852. 57˙ πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου diota.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux anses.
Étymologie: δίς, οὖς.