λυγιστός: Difference between revisions

From LSJ

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source
(6_11)
 
(23)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῠγιστός''': -ή, -όν, κεκαμμένος, [[εὔκαμπτος]], Γλωσσ.
|lstext='''λῠγιστός''': -ή, -όν, κεκαμμένος, [[εὔκαμπτος]], Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό [[λυγίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να καμφθεί, να λυγιστεί, [[εύκαμπτος]]<br /><b>2.</b> λυγισμένος, κεκαμμένος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κουνιστός]] και [[λυγιστός]]» ή «[[σειστός]] και [[λυγιστός]]» — αυτός που κουνιέται χαριτωμένα, [[ναζιάρης]], [[σκερτσόζος]].
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

λῠγιστός: -ή, -όν, κεκαμμένος, εὔκαμπτος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ή, -ό λυγίζω
1. αυτός που μπορεί να καμφθεί, να λυγιστεί, εύκαμπτος
2. λυγισμένος, κεκαμμένος
3. φρ. «κουνιστός και λυγιστός» ή «σειστός και λυγιστός» — αυτός που κουνιέται χαριτωμένα, ναζιάρης, σκερτσόζος.