ἡδυπρόσωπος: Difference between revisions
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
(6_17) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡδυπρόσωπος''': -ον, ἔχων ἡδὺ [[πρόσωπον]], γλυκεῖαν ὄψιν, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136F. | |lstext='''ἡδυπρόσωπος''': -ον, ἔχων ἡδὺ [[πρόσωπον]], γλυκεῖαν ὄψιν, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136F. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡδυπρόσωπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει γλυκιά όψη, ευχάριστο [[πρόσωπο]]. <b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πρόσωπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πρόσωπον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-[[πρόσωπος]], <i>δι</i>-[[πρόσωπος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A of sweet countenance, χόνδρος Matro Conv.102.
German (Pape)
[Seite 1154] mit anmuthigem Gesicht, χόνδρος, bei Ath. IV, 136 f.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυπρόσωπος: -ον, ἔχων ἡδὺ πρόσωπον, γλυκεῖαν ὄψιν, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136F.
Greek Monolingual
ἡδυπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει γλυκιά όψη, ευχάριστο πρόσωπο. ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. α-πρόσωπος, δι-πρόσωπος.