νακόρος: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
(6_14) |
(26) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νακόρος''': ὁ, (= [[νεωκόρος]]), Ἐπιγρ. Δελφῶν, W. et F. 247. - Ἐπιδαύρου L. et F. 147b. - Οὕτω γίνονται ἓξ αἱ γραφαὶ τῆς λέξεως ταύτης· [[νακόρος]], ναοκόρος, [[νεοκόρος]], [[νεωκόρος]], [[νειοκόρος]], [[νηοκόρος]]. Δεκατέσσαρες δὲ [[εἶναι]] αἱ γραφαὶ τοῦ ἀεὶ ἐπιρρήματος, αἵδε· ἀέ, ἀεί, ἀέν, ἀές, αἰέ, [[αἰεί]], [[αἰέν]], [[αἰές]], ἄϊ, αἰή, αἰΐ, αἶϊν, ἄϊν, ἠΐ. Τοιαύτη ἡ Ἑλληνικὴ [[γλῶσσα]]! Κουμανούδ. Συναγ. Λέξ. Ἀθησ. | |lstext='''νακόρος''': ὁ, (= [[νεωκόρος]]), Ἐπιγρ. Δελφῶν, W. et F. 247. - Ἐπιδαύρου L. et F. 147b. - Οὕτω γίνονται ἓξ αἱ γραφαὶ τῆς λέξεως ταύτης· [[νακόρος]], ναοκόρος, [[νεοκόρος]], [[νεωκόρος]], [[νειοκόρος]], [[νηοκόρος]]. Δεκατέσσαρες δὲ [[εἶναι]] αἱ γραφαὶ τοῦ ἀεὶ ἐπιρρήματος, αἵδε· ἀέ, ἀεί, ἀέν, ἀές, αἰέ, [[αἰεί]], [[αἰέν]], [[αἰές]], ἄϊ, αἰή, αἰΐ, αἶϊν, ἄϊν, ἠΐ. Τοιαύτη ἡ Ἑλληνικὴ [[γλῶσσα]]! Κουμανούδ. Συναγ. Λέξ. Ἀθησ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νακόρος]], ὁ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[νεωκόρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 228] = νεωκόρος, Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
νακόρος: ὁ, (= νεωκόρος), Ἐπιγρ. Δελφῶν, W. et F. 247. - Ἐπιδαύρου L. et F. 147b. - Οὕτω γίνονται ἓξ αἱ γραφαὶ τῆς λέξεως ταύτης· νακόρος, ναοκόρος, νεοκόρος, νεωκόρος, νειοκόρος, νηοκόρος. Δεκατέσσαρες δὲ εἶναι αἱ γραφαὶ τοῦ ἀεὶ ἐπιρρήματος, αἵδε· ἀέ, ἀεί, ἀέν, ἀές, αἰέ, αἰεί, αἰέν, αἰές, ἄϊ, αἰή, αἰΐ, αἶϊν, ἄϊν, ἠΐ. Τοιαύτη ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα! Κουμανούδ. Συναγ. Λέξ. Ἀθησ.