ὀψαρτυτής: Difference between revisions
From LSJ
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
(6_19) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀψαρτῡτής''': -οῦ, ὁ, [[μάγειρος]], Ὑπερείδ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 7, Τίμαι. 70˙ ἐν χρήσει ἐμπαικτικῶς παρὰ Πολυβ. 12. 9, 4, Ἡσύχ. | |lstext='''ὀψαρτῡτής''': -οῦ, ὁ, [[μάγειρος]], Ὑπερείδ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 7, Τίμαι. 70˙ ἐν χρήσει ἐμπαικτικῶς παρὰ Πολυβ. 12. 9, 4, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀψαρτυτής]], ὁ (Α)<br />[[μάγειρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄψον]] «[[τροφή]], [[έδεσμα]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἀρτύω]] «[[παρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A cook, Hyp.Fr.259; ὀψαρτυταὶ καὶ μυροποιοί Phld.Mus.p.86 K.; used derisively of a gourmand, Timae.70.
German (Pape)
[Seite 432] ὁ, Speisenzubereiter, Koch; Pol. 12, 9, 4; Hyperid. bei Poll. 6, 37; Ath. XIV, 662.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψαρτῡτής: -οῦ, ὁ, μάγειρος, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Ϛ΄, 7, Τίμαι. 70˙ ἐν χρήσει ἐμπαικτικῶς παρὰ Πολυβ. 12. 9, 4, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὀψαρτυτής, ὁ (Α)
μάγειρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + ἀρτύω «παρασκευάζω, ετοιμάζω»].