πυράζω: Difference between revisions
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(6_20) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῠράζω''': πυρακτῶ, [[λέξις]] ἐπινοηθεῖσα ὑπὸ τῶν γραμματικῶν, Ἐτυμολ. Μέγ. 697. | |lstext='''πῠράζω''': πυρακτῶ, [[λέξις]] ἐπινοηθεῖσα ὑπὸ τῶν γραμματικῶν, Ἐτυμολ. Μέγ. 697. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) [[θερμαίνω]] [[κάτι]] ώσπου να γίνει διάπυρο, [[πυρακτώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[πυράζω]] παράγεται από τη λ. <i>πῦρ</i> και έχει πλαστεί για να διευκολυνθεί η ετυμολόγηση του ρ. <i>πυρακτῶ</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
A singe, coined as etym. of πυρακτέω, EM697.16.
German (Pape)
[Seite 819] verbrennen, zw.
Greek (Liddell-Scott)
πῠράζω: πυρακτῶ, λέξις ἐπινοηθεῖσα ὑπὸ τῶν γραμματικῶν, Ἐτυμολ. Μέγ. 697.
Greek Monolingual
Α
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) θερμαίνω κάτι ώσπου να γίνει διάπυρο, πυρακτώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πυράζω παράγεται από τη λ. πῦρ και έχει πλαστεί για να διευκολυνθεί η ετυμολόγηση του ρ. πυρακτῶ].