στρογγυλοπρόσωπος: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(6_18) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στρογγῠλοπρόσωπος''': -ον, ὁ ἔχων στρογγύλον [[πρόσωπον]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 4, Φυσιογν. 3, 5. | |lstext='''στρογγῠλοπρόσωπος''': -ον, ὁ ἔχων στρογγύλον [[πρόσωπον]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 4, Φυσιογν. 3, 5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[στρογγυλοπρόσωπος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει στρογγυλό [[πρόσωπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρογγύλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πρόσωπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πρόσωπον]]), <b>πρβλ.</b> <i>μικρο</i>-[[πρόσωπος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A round-faced, Arist.HA495a2, Phgn.807b33, PPetr.3p.4 (iii B.C.), PCair.Zen.76.9 (iii B.C., τρ-), PGrenf.1.25 (2).12 (ii B.C.), etc.
German (Pape)
[Seite 955] mit rundem Gesichte, Arist. H. A. 1, 6 physiogn. 3.
Greek (Liddell-Scott)
στρογγῠλοπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων στρογγύλον πρόσωπον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 4, Φυσιογν. 3, 5.
Greek Monolingual
-η, -ο / στρογγυλοπρόσωπος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει στρογγυλό πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. μικρο-πρόσωπος.