ἐκπήγνυμι: Difference between revisions
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
(6_9) |
(big3_14b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκπήγνῡμι''': ἢ -ύω: μέλλ. -πήξω, [[κάμνω]] τι στερεόν, τραχὺ ἢ ἀναίσθητον, ἀποναρκῶ, Πλούτ. 2. 978C· [[κυρίως]] ἐπὶ πάγου, παγώνω, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 2: ‒ Παθ., τραχύνομαι, [[γίνομαι]] τραχὺς ἢ «πήζω», Στράβων 317· παγώνω, «ξεπαγιάζω», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 13, 2. | |lstext='''ἐκπήγνῡμι''': ἢ -ύω: μέλλ. -πήξω, [[κάμνω]] τι στερεόν, τραχὺ ἢ ἀναίσθητον, ἀποναρκῶ, Πλούτ. 2. 978C· [[κυρίως]] ἐπὶ πάγου, παγώνω, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 2: ‒ Παθ., τραχύνομαι, [[γίνομαι]] τραχὺς ἢ «πήζω», Στράβων 317· παγώνω, «ξεπαγιάζω», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 13, 2. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr. [[helar]] ἀέρα ... ἐκπηγνύς (ὁ Βόρεας) Thphr.<i>Vent</i>.7.<br /><b class="num">II</b> intr. en v. med.<br /><b class="num">1</b> [[helarse completamente]] τὸ μὲν [[αὐτοῦ]] λαμπρὸν καὶ κοῦφον καὶ γλυκὺ ἐκπήγνυται καὶ ἀφανίζεται del agua de la nieve, Hp.<i>Aër</i>.8, de ciertos moluscos, Arist.<i>HA</i> 603<sup>a</sup>27, αἱ ἄμπελοι τότε μὲν οὐκ ἐξεπήγνυντο Thphr.<i>CP</i> 5.14.3, cf. 13.5, <i>HP</i> 4.14.13, <i>Fr</i>.171.8.<br /><b class="num">2</b> [[cristalizar]] οἱ ἅλες Str.7.5.11. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 21 August 2017
English (LSJ)
(
A -ύω Plu.2.978b), make stiff or torpid, l.c. ; esp. of frost, congeal, freeze, Thphr.CP5.14.2 :—Pass., become stiff, congeal, Str. 7.5.11 ; to be frozen, frost-bitten, Thphr.HP5.14.3.
German (Pape)
[Seite 772] (s. πήγνυμι), fest, dicht machen, erstarren machen; τῆς νάρκης δύναμιν οὐ μόνον τοὺς θιγόντας αὐτῆς ἐκπηγνύουσαν Plut. sol. an. 27; vom Salz, Strab. VII p. 317. Bes. vom Frost, Theophr.; – pass., gefrieren.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπήγνῡμι: ἢ -ύω: μέλλ. -πήξω, κάμνω τι στερεόν, τραχὺ ἢ ἀναίσθητον, ἀποναρκῶ, Πλούτ. 2. 978C· κυρίως ἐπὶ πάγου, παγώνω, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 2: ‒ Παθ., τραχύνομαι, γίνομαι τραχὺς ἢ «πήζω», Στράβων 317· παγώνω, «ξεπαγιάζω», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 13, 2.
Spanish (DGE)
I tr. helar ἀέρα ... ἐκπηγνύς (ὁ Βόρεας) Thphr.Vent.7.
II intr. en v. med.
1 helarse completamente τὸ μὲν αὐτοῦ λαμπρὸν καὶ κοῦφον καὶ γλυκὺ ἐκπήγνυται καὶ ἀφανίζεται del agua de la nieve, Hp.Aër.8, de ciertos moluscos, Arist.HA 603a27, αἱ ἄμπελοι τότε μὲν οὐκ ἐξεπήγνυντο Thphr.CP 5.14.3, cf. 13.5, HP 4.14.13, Fr.171.8.
2 cristalizar οἱ ἅλες Str.7.5.11.