ἀνεμόσυρις: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
(6_12)
(4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεμόσυρις''': -ιδος, ἡ, ([[σύρω]]) [[δίνη]], [[θύελλα]], τυφών, καὶ [[εἶδος]] ῥιπιστῆρος, [[λέξις]] ἐπιχωριάζουσα παρ’ ᾈλεξανδρεῦσιν, «διὰ τὸ ἐοικέναι κυκλανέμοις γυναικείοις, [[ἅπερ]] ἀνεμόσυριν καλοῦσιν οἱ ἐπιχωριάζοντες» Ὀλυμπιόδ. εἰς Ἀριστ. Μετεωρ. ἴδε Sturz Διάλ. Μακεδ. σ. 146.
|lstext='''ἀνεμόσυρις''': -ιδος, ἡ, ([[σύρω]]) [[δίνη]], [[θύελλα]], τυφών, καὶ [[εἶδος]] ῥιπιστῆρος, [[λέξις]] ἐπιχωριάζουσα παρ’ ᾈλεξανδρεῦσιν, «διὰ τὸ ἐοικέναι κυκλανέμοις γυναικείοις, [[ἅπερ]] ἀνεμόσυριν καλοῦσιν οἱ ἐπιχωριάζοντες» Ὀλυμπιόδ. εἰς Ἀριστ. Μετεωρ. ἴδε Sturz Διάλ. Μακεδ. σ. 146.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνεμόσυρις]] (-ιδος κ. -εως), η (Α)<br /><b>1.</b> [[δίνη]] ανέμου, [[τυφώνας]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] βεντάλιας.
}}
}}

Revision as of 06:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεμόσυρις Medium diacritics: ἀνεμόσυρις Low diacritics: ανεμόσυρις Capitals: ΑΝΕΜΟΣΥΡΙΣ
Transliteration A: anemósyris Transliteration B: anemosyris Transliteration C: anemosyris Beta Code: a)nemo/suris

English (LSJ)

ιδος, ἡ, a kind of

   A fan: hence, fanshaped whirlwind, Olymp. in Mete. 200.19.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμόσυρις: -ιδος, ἡ, (σύρω) δίνη, θύελλα, τυφών, καὶ εἶδος ῥιπιστῆρος, λέξις ἐπιχωριάζουσα παρ’ ᾈλεξανδρεῦσιν, «διὰ τὸ ἐοικέναι κυκλανέμοις γυναικείοις, ἅπερ ἀνεμόσυριν καλοῦσιν οἱ ἐπιχωριάζοντες» Ὀλυμπιόδ. εἰς Ἀριστ. Μετεωρ. ἴδε Sturz Διάλ. Μακεδ. σ. 146.

Greek Monolingual

ἀνεμόσυρις (-ιδος κ. -εως), η (Α)
1. δίνη ανέμου, τυφώνας
2. είδος βεντάλιας.