ὀσμώδης: Difference between revisions
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
(6_7) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀσμώδης''': -ες, = [[ὀσμήρης]], Ἀριστ. π. Αἰσθ. 5. 4· Συγκριτ. ὀσμωδέστερα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 16, 1, ὑπερθ. -έστατα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 1. 20. | |lstext='''ὀσμώδης''': -ες, = [[ὀσμήρης]], Ἀριστ. π. Αἰσθ. 5. 4· Συγκριτ. ὀσμωδέστερα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 16, 1, ὑπερθ. -έστατα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 1. 20. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀσμώδης]], -ῶδες (Α) [[οσμή]]<br />[[πλήρης]] οσμής, [[οσμήρης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A = ὀσμήρης, Arist.Sens.443a13 : Comp. ὀδμωδέστερα Thphr.CP2.16.1: Sup. ὀσμωδέστατα Id.Sens.20.
German (Pape)
[Seite 396] ες, = ὀσμήρης, Arist. de sens. 5, 4; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀσμώδης: -ες, = ὀσμήρης, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 5. 4· Συγκριτ. ὀσμωδέστερα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 16, 1, ὑπερθ. -έστατα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 1. 20.