σταχυοτόμος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
(6_18)
(38)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''στᾰχυοτόμος''': -ον, ὁ κόπτων στάχυας σίτου, θερίζων, Γραμμ.· -σταχυοτομέω, [[θερίζω]] σῖτον, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρὸδ. Δ. 982. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 319.
|lstext='''στᾰχυοτόμος''': -ον, ὁ κόπτων στάχυας σίτου, θερίζων, Γραμμ.· -σταχυοτομέω, [[θερίζω]] σῖτον, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρὸδ. Δ. 982. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 319.
}}
{{grml
|mltxt=και [[σταχυητόμος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[σταχυοτόμος]]<br />θεριστική [[μηχανή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σταχυητόμον [[ὅπλον]]» — το [[δρεπάνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στάχυς]], -<i>υος</i>, <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>λαιμη</i>-[[τόμος]]. Το συνδ. φων. -<i>η</i>- του τ. [[σταχυητόμος]] οφείλεται σε μετρικούς λόγους].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰχῠοτόμος Medium diacritics: σταχυοτόμος Low diacritics: σταχυοτόμος Capitals: ΣΤΑΧΥΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: stachyotómos Transliteration B: stachyotomos Transliteration C: stachyotomos Beta Code: staxuoto/mos

English (LSJ)

ὁ, = Lat.

   A tribulum, Charis.p.554 K.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰχυοτόμος: -ον, ὁ κόπτων στάχυας σίτου, θερίζων, Γραμμ.· -σταχυοτομέω, θερίζω σῖτον, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρὸδ. Δ. 982. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 319.

Greek Monolingual

και σταχυητόμος, -ον, Α
1. το αρσ. ως ουσ. σταχυοτόμος
θεριστική μηχανή
2. φρ. «σταχυητόμον ὅπλον» — το δρεπάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος, + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμη-τόμος. Το συνδ. φων. -η- του τ. σταχυητόμος οφείλεται σε μετρικούς λόγους].