ἐπαρτής: Difference between revisions
From LSJ
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπαρτής''': -ές, ([[ἀρτέομαι]]) ἕτοιμος, παρεσκευασμένος, ἐπαρτέες εἰσὶν ἑταῖροι, «ἕτοιμοι, ἐπηρτησμένοι» (Σχόλ.), Ὀδ. Θ. 151, πρβλ. Ξ. 332, Τ. 289· [[νῆες]], ἐδωδὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 234, Γ. 299. | |lstext='''ἐπαρτής''': -ές, ([[ἀρτέομαι]]) ἕτοιμος, παρεσκευασμένος, ἐπαρτέες εἰσὶν ἑταῖροι, «ἕτοιμοι, ἐπηρτησμένοι» (Σχόλ.), Ὀδ. Θ. 151, πρβλ. Ξ. 332, Τ. 289· [[νῆες]], ἐδωδὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 234, Γ. 299. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />préparé, prêt.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀρτάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, (cf. sq.)
A ready-equipped, ἐπαρτέες εἰσὶν ἑταῖροι Od.8.151, cf. 14.332; νῆες, ἐδωδή, A.R.1.235, 3.299. II (ἐπαρτάω) depending, ἐπαρτέες ἐκ νεφελάων . . πηγυλίδες Orph.Fr.270.1 (s. v. l.).
German (Pape)
[Seite 905] ές, bereit, gerüstet, fertig; ἑταῖροι Od. 8, 151; νῆες Ap. Rh. 1, 234; δαίς 2, 1177 u. a. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαρτής: -ές, (ἀρτέομαι) ἕτοιμος, παρεσκευασμένος, ἐπαρτέες εἰσὶν ἑταῖροι, «ἕτοιμοι, ἐπηρτησμένοι» (Σχόλ.), Ὀδ. Θ. 151, πρβλ. Ξ. 332, Τ. 289· νῆες, ἐδωδὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 234, Γ. 299.