ἀδιάκριτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδιάκρῐτος''': -ον, [[ἀδιαχώριστος]], ὁ μὴ διακρινόμενος, [[ἀνάμικτος]], Ἱππ. Κωακαὶ Προγν. 213· [[αἷμα]], Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 3. 29: - Ἐπίρρ. -τως, [[ἄνευ]] διακρίσεως, ἀπὸ κοινοῦ, Λατ. temere, Ἐκκλ. 2) [[ἀκατανόητος]], [[ἀδιανόητος]], Πολύβ. 15. 12, 9. 3) ἀναποφάσιστος, Λουκ. [[Ζεὺς]] Τραγ. 25, Συλλ. Ἐπιγρ. 2741, 8.
|lstext='''ἀδιάκρῐτος''': -ον, [[ἀδιαχώριστος]], ὁ μὴ διακρινόμενος, [[ἀνάμικτος]], Ἱππ. Κωακαὶ Προγν. 213· [[αἷμα]], Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 3. 29: - Ἐπίρρ. -τως, [[ἄνευ]] διακρίσεως, ἀπὸ κοινοῦ, Λατ. temere, Ἐκκλ. 2) [[ἀκατανόητος]], [[ἀδιανόητος]], Πολύβ. 15. 12, 9. 3) ἀναποφάσιστος, Λουκ. [[Ζεὺς]] Τραγ. 25, Συλλ. Ἐπιγρ. 2741, 8.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non décidé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[διακρίνω]].
}}
}}

Revision as of 19:28, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδιάκρῐτος Medium diacritics: ἀδιάκριτος Low diacritics: αδιάκριτος Capitals: ΑΔΙΑΚΡΙΤΟΣ
Transliteration A: adiákritos Transliteration B: adiakritos Transliteration C: adiakritos Beta Code: a)dia/kritos

English (LSJ)

ον,

   A undistinguishable, mixed, Hp.Coac.570; αἷμα Arist.Somn.Vig.458a21 (Comp.); not discriminated, Dam.Pr.35. Adv. -τως without distinction, in common, Ph.Fr.105 H., Hierocl.in CA12p.446M., Iamb.Myst.4.1, Just.Nov. 89.7.    b promiscuous, ἐπιμιξίαι D.H.19.1.    2 unintelligible, Plb.15.12.9.    3 undecided, Luc.JTr.25, OGI509.8 (Aphrodisias).    4 Act., not making due distinctions, τὸ -τον Ph.2.664.    5 Adv. -τως without examination, POxy.715.36 (ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιάκρῐτος: -ον, ἀδιαχώριστος, ὁ μὴ διακρινόμενος, ἀνάμικτος, Ἱππ. Κωακαὶ Προγν. 213· αἷμα, Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 3. 29: - Ἐπίρρ. -τως, ἄνευ διακρίσεως, ἀπὸ κοινοῦ, Λατ. temere, Ἐκκλ. 2) ἀκατανόητος, ἀδιανόητος, Πολύβ. 15. 12, 9. 3) ἀναποφάσιστος, Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 25, Συλλ. Ἐπιγρ. 2741, 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non décidé.
Étymologie: ἀ, διακρίνω.