συμφώνησις: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
(6_8) |
(strοng) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμφώνησις''': -εως, ἡ, [[συμφωνία]], Ἐκκλ.· [[συμβόλαιον]], συμφωνητικόν, Βυζ. ΙΙ. = [[συνίζησις]], Ἀνέκδ. Ὀξων. 4. 326. | |lstext='''συμφώνησις''': -εως, ἡ, [[συμφωνία]], Ἐκκλ.· [[συμβόλαιον]], συμφωνητικόν, Βυζ. ΙΙ. = [[συνίζησις]], Ἀνέκδ. Ὀξων. 4. 326. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[συμφωνέω]]; [[accordance]]: [[concord]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 25 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A agreement, 2 Ep.Cor.6.15. II = συνίζησις, An.Ox.4.326.
German (Pape)
[Seite 993] ἡ, das Zusammenstimmen, die Uebereinstimmung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συμφώνησις: -εως, ἡ, συμφωνία, Ἐκκλ.· συμβόλαιον, συμφωνητικόν, Βυζ. ΙΙ. = συνίζησις, Ἀνέκδ. Ὀξων. 4. 326.
English (Strong)
from συμφωνέω; accordance: concord.