χαμαιτύπος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
(6_3)
(46)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰμαιτύπος''': [ῡ], -ον, ὁ [[χαμαὶ]] τύπτων, ὁ τύπτων καὶ συναρπάζων τὸ [[θήραμα]] ἐπὶ τῆς γῆς καθήμενον, [[ὄνομα]] ἱέρακός τινος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν μετεωροθήραν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36, 3. ΙΙ. ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, ὡς ἀρσ. τοῦ [[χαμαιτύπη]], ὃ ἴδε· ἡ [[χαμαιτύπος]] = [[χαμαιτύπη]], Φίλων 1, 345.
|lstext='''χᾰμαιτύπος''': [ῡ], -ον, ὁ [[χαμαὶ]] τύπτων, ὁ τύπτων καὶ συναρπάζων τὸ [[θήραμα]] ἐπὶ τῆς γῆς καθήμενον, [[ὄνομα]] ἱέρακός τινος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν μετεωροθήραν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36, 3. ΙΙ. ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, ὡς ἀρσ. τοῦ [[χαμαιτύπη]], ὃ ἴδε· ἡ [[χαμαιτύπος]] = [[χαμαιτύπη]], Φίλων 1, 345.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[χαμαιτύπη]]<br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[χαμαιτύπος]]<br />[[κοράκι]] που συλλαμβάνει τη [[λεία]] του στο [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[χαμαιτύπος]]<br />η [[πόρνη]].
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαιτύπος Medium diacritics: χαμαιτύπος Low diacritics: χαμαιτύπος Capitals: ΧΑΜΑΙΤΥΠΟΣ
Transliteration A: chamaitýpos Transliteration B: chamaitypos Transliteration C: chamaitypos Beta Code: xamai/tupos

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A striking its prey near or on the ground, name of a certain hawk, opp. μετεωροθήρας, Arist.HA620a31.    II χαμαιτύπος πόρνη, = Lat. scortum, Gloss.; but αἱ χαμαιτύποι is prob. f. l. for αἱ χαμαιτύπαι (corr. Wendland) in Ph.1.345, cf. χαμαιτύπη.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιτύπος: [ῡ], -ον, ὁ χαμαὶ τύπτων, ὁ τύπτων καὶ συναρπάζων τὸ θήραμα ἐπὶ τῆς γῆς καθήμενον, ὄνομα ἱέρακός τινος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν μετεωροθήραν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36, 3. ΙΙ. ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, ὡς ἀρσ. τοῦ χαμαιτύπη, ὃ ἴδε· ἡ χαμαιτύπος = χαμαιτύπη, Φίλων 1, 345.

Greek Monolingual

-ον, Α χαμαιτύπη
1. το αρσ. ως ουσ. χαμαιτύπος
κοράκι που συλλαμβάνει τη λεία του στο έδαφος
2. το θηλ. ως ουσ. χαμαιτύπος
η πόρνη.