χαμαιτύπος
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
English (LSJ)
(parox.), ον,
A striking its prey near or on the ground, name of a certain hawk, opp. μετεωροθήρας, Arist.HA620a31.
II χαμαιτύπος πόρνη, = Lat. scortum, Glossaria; but αἱ χαμαιτύποι is prob. f.l. for αἱ χαμαιτύπαι (corr. Wendland) in Ph.1.345, cf. χαμαιτύπη.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαιτύπος: [ῡ], -ον, ὁ χαμαὶ τύπτων, ὁ τύπτων καὶ συναρπάζων τὸ θήραμα ἐπὶ τῆς γῆς καθήμενον, ὄνομα ἱέρακός τινος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν μετεωροθήραν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36, 3. ΙΙ. ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, ὡς ἀρσ. τοῦ χαμαιτύπη, ὃ ἴδε· ἡ χαμαιτύπος = χαμαιτύπη, Φίλων 1, 345.
Greek Monolingual
-ον, Α χαμαιτύπη
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ χαμαιτύπος
κοράκι που συλλαμβάνει τη λεία του στο έδαφος
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χαμαιτύπος
η πόρνη.
German (Pape)
die Erde schlagend, darauf fallend; ὁ χαμ., ein Falke, der seine Beute auf der Erde stößt od. fängt, Arist. H.A. 9.36; – ὁ, ἡ, der Hurer, die Hure, Pol. 8.11.11 aus Theopomp.