ἰταμότης: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰταμότης''': -ητος, ἡ, [[ἀπερίσκεπτος]] [[τόλμη]], ἀπερισκεψία, [[θρασύτης]], [[ἀναισχυντία]], Λατ. audacia, Πλάτ. Πολιτκ. 311 Α, Πλούτ. 2. 715D· συγγραφέως Πολύβ. 12. 10, 4.
|lstext='''ἰταμότης''': -ητος, ἡ, [[ἀπερίσκεπτος]] [[τόλμη]], ἀπερισκεψία, [[θρασύτης]], [[ἀναισχυντία]], Λατ. audacia, Πλάτ. Πολιτκ. 311 Α, Πλούτ. 2. 715D· συγγραφέως Πολύβ. 12. 10, 4.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />hardiesse, effronterie, impudence.<br />'''Étymologie:''' [[ἰταμός]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰτᾰμότης Medium diacritics: ἰταμότης Low diacritics: ιταμότης Capitals: ΙΤΑΜΟΤΗΣ
Transliteration A: itamótēs Transliteration B: itamotēs Transliteration C: itamotis Beta Code: i)tamo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A initiative, vigour, Pl.Plt.311a; effrontery, Plu.2.715e, Jul.Or.7.225c; συγγραφέως Plb.12.9.4.

German (Pape)

[Seite 1274] ητος, ἡ, die Dreistigkeit, Keckheit; καὶ δριμύτης Plat. Polit. 311 a; Sp., wie Polem. 2, 8; Unverschämtheit, Pol. 12, 10, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἰταμότης: -ητος, ἡ, ἀπερίσκεπτος τόλμη, ἀπερισκεψία, θρασύτης, ἀναισχυντία, Λατ. audacia, Πλάτ. Πολιτκ. 311 Α, Πλούτ. 2. 715D· συγγραφέως Πολύβ. 12. 10, 4.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
hardiesse, effronterie, impudence.
Étymologie: ἰταμός.