περίπυστος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(6_16) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περίπυστος''': -ον, [[περιβόητος]], [[περίφημος]], «ἐξακουστός», Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 213, Κόλουθ. 75, Ἀνθ. Π. 7. 42, κτλ. | |lstext='''περίπυστος''': -ον, [[περιβόητος]], [[περίφημος]], «ἐξακουστός», Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 213, Κόλουθ. 75, Ἀνθ. Π. 7. 42, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />connu alentour, célèbre.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πυνθάνομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A widely known, celebrated, A.R.4.213, Parth.25.3, App.BC2.88, Coluth.75, AP7.42, etc.
German (Pape)
[Seite 590] ringsum kund, bekannt, weit berühmt, Col. 75 u. a. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
περίπυστος: -ον, περιβόητος, περίφημος, «ἐξακουστός», Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 213, Κόλουθ. 75, Ἀνθ. Π. 7. 42, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
connu alentour, célèbre.
Étymologie: περί, πυνθάνομαι.