γενεαλογέω: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γενεᾱλογέω''': ἀνιχνέυω τοὺς προγόνους, [[ἐξετάζω]] τὴν γενεάν, γεν. γένεσιν Ἡρόδ. 2. 146· γεν. τινα, [[εὑρίσκω]] τὴν γενεαλογίαν του καὶ τὴν ἐκθέτω, [[αὐτόθι]] 143· γ. τὴν συγγένειαν Ξεν. Συμπ. 4. 51· γεν. τινά τινος Πλούτ. 2. 894Β· γ. τινα γενέσθαι ἢ [[εἶναι]]… ὁ αὐτ. Λυκούργ. 2, Παυσ. 5. 14, 9· [[περί]] τινος Λουκ. Ὀρχ. 7.– Παθ., [[ταῦτα]] μέν νυν γεγενεηλόγηται Ἡρόδ. 6. 53· τὰ νῦν δὴ γενεαλογηθέντα Πλάτ. Τιμ. 23Β· γενεαλογούμενος ἔκ τινος πρὸς Ἑβρ. ζ΄, 6· ἐγενεαλογήθη (ἀπροσώπ.), ἡ [[γενεαλογία]] ὑπελογίσθη, Ἑβδ. (Α΄ Παραλ. ε΄, 1). | |lstext='''γενεᾱλογέω''': ἀνιχνέυω τοὺς προγόνους, [[ἐξετάζω]] τὴν γενεάν, γεν. γένεσιν Ἡρόδ. 2. 146· γεν. τινα, [[εὑρίσκω]] τὴν γενεαλογίαν του καὶ τὴν ἐκθέτω, [[αὐτόθι]] 143· γ. τὴν συγγένειαν Ξεν. Συμπ. 4. 51· γεν. τινά τινος Πλούτ. 2. 894Β· γ. τινα γενέσθαι ἢ [[εἶναι]]… ὁ αὐτ. Λυκούργ. 2, Παυσ. 5. 14, 9· [[περί]] τινος Λουκ. Ὀρχ. 7.– Παθ., [[ταῦτα]] μέν νυν γεγενεηλόγηται Ἡρόδ. 6. 53· τὰ νῦν δὴ γενεαλογηθέντα Πλάτ. Τιμ. 23Β· γενεαλογούμενος ἔκ τινος πρὸς Ἑβρ. ζ΄, 6· ἐγενεαλογήθη (ἀπροσώπ.), ἡ [[γενεαλογία]] ὑπελογίσθη, Ἑβδ. (Α΄ Παραλ. ε΄, 1). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> faire la généalogie de : τινά de qqn ; τινά τινος rechercher <i>ou</i> indiquer la généalogie de qqn ; γ. τινὰ [[γενέσθαι]] PLUT montrer comment une personne descend d’une autre ; γ. γένεσιν HDT <i>ou</i> τὴν συγγένειαν XÉN rechercher <i>ou</i> indiquer l’origine <i>ou</i> la parenté de qqn ; <i>Pass.</i> être dit à titre de renseignement sur la famille <i>ou</i> l’origine (de qqn) ; [[ταῦτα]] [[μέν]] [[νυν]] γεγενεηλόγηται <i>(ion.)</i> HDT voilà ce qu’on sait de leur famille;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> rechercher l’origine : γ. [[περί]] τινος, [[τι]] de qch.<br />'''Étymologie:''' [[γενεά]], [[λόγος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. γενεη-,
A trace a pedigree, γ. γένεσιν Hdt.2.146; γ. ἑωυτόν draw out one's pedigree, ib.143; γ. τὴν συγγένειαν X.Smp. 4.51; γ. τινά τινος Plu.2.894b; γ. τινὰ γενέσθαι, εἶναι . ., Id.Lyc.1, Paus.5.14.9; περί τινος Luc.Salt.7: abs., οἱ -λογοῦντες Isoc.15.180, Thphr.Char.28.2:—Pass., Hp.Septim.4; ταῦτα μέν νυν γεγενεηλόγηται Hdt.6.54; τὰ νυνδὴ γενεαλογηθέντα Pl.Ti.23b; γενεαλογούμενος ἔκ τινος Ep.Hebr.7.6; ἐγενεαλογήθη (impers.) the genealogy was reckoned, LXX 1 Ch.5.1.
German (Pape)
[Seite 481] ion. γενεηλογέω, das Geschlecht berechnen, ein Geschlechtsregister machen, ἀπὸ τούτου γ. αὐτῶν γένεσιν Her. 2, 146; τὴν πατριὴν τὴν Κύρου 3, 75, u. öfter; vgl. Plat. Tim. 22 b; τοὺς ἔκ τινος Theaet. 155 d; τὴν συγγένειαν Xen. Conv. 4, 51; τινά, jemandes Geschlecht, Ahnen ausmitteln, Her. 2, 144; τινὰ γενέσθαι τινός, Plut. Lyc. 2, wie τινά τινος, Jemandes Ursprung von Einem ableiten, plac. phil. 3, 5 u. Ath. VII, 296 b. Als Kind Jemandes angeben, Paus. 5, 14, 9 u. öfter Gramm. Auch περί τινος, über die Entstehung von etwas Untersuchungen anstellen, Luc. salt. 7.
Greek (Liddell-Scott)
γενεᾱλογέω: ἀνιχνέυω τοὺς προγόνους, ἐξετάζω τὴν γενεάν, γεν. γένεσιν Ἡρόδ. 2. 146· γεν. τινα, εὑρίσκω τὴν γενεαλογίαν του καὶ τὴν ἐκθέτω, αὐτόθι 143· γ. τὴν συγγένειαν Ξεν. Συμπ. 4. 51· γεν. τινά τινος Πλούτ. 2. 894Β· γ. τινα γενέσθαι ἢ εἶναι… ὁ αὐτ. Λυκούργ. 2, Παυσ. 5. 14, 9· περί τινος Λουκ. Ὀρχ. 7.– Παθ., ταῦτα μέν νυν γεγενεηλόγηται Ἡρόδ. 6. 53· τὰ νῦν δὴ γενεαλογηθέντα Πλάτ. Τιμ. 23Β· γενεαλογούμενος ἔκ τινος πρὸς Ἑβρ. ζ΄, 6· ἐγενεαλογήθη (ἀπροσώπ.), ἡ γενεαλογία ὑπελογίσθη, Ἑβδ. (Α΄ Παραλ. ε΄, 1).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 faire la généalogie de : τινά de qqn ; τινά τινος rechercher ou indiquer la généalogie de qqn ; γ. τινὰ γενέσθαι PLUT montrer comment une personne descend d’une autre ; γ. γένεσιν HDT ou τὴν συγγένειαν XÉN rechercher ou indiquer l’origine ou la parenté de qqn ; Pass. être dit à titre de renseignement sur la famille ou l’origine (de qqn) ; ταῦτα μέν νυν γεγενεηλόγηται (ion.) HDT voilà ce qu’on sait de leur famille;
2 p. ext. rechercher l’origine : γ. περί τινος, τι de qch.
Étymologie: γενεά, λόγος.