περίμετρος: Difference between revisions
Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περίμετρος''': -ον, ([[μέτρον]]) ὡς τὸ [[ὑπέρμετρος]], [[ὑπερβολικός]], [[εἴτε]] κατὰ [[μέγεθος]] [[εἴτε]] κατὰ [[κάλλος]], Ὁμ., μόνον ἐν τῇ Ὀδ., ὡς ἐπίθ. τοῦ ἱστοῦ τῆς Πηνελόπης, ἱστὸν ... ὕφαινεν καὶ π. Β. 95, Τ. 140, Ω. 130, πρβλ. Ἀρισταίν. 1. 1· - μεταγεν., καθαρῶς ἐπὶ μεγέθους, π. [[δέμας]], κήτεα Ὀππ. Ἁλ. 3. 190., 5. 47· [[πλόος]] Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 21. 8. | |lstext='''περίμετρος''': -ον, ([[μέτρον]]) ὡς τὸ [[ὑπέρμετρος]], [[ὑπερβολικός]], [[εἴτε]] κατὰ [[μέγεθος]] [[εἴτε]] κατὰ [[κάλλος]], Ὁμ., μόνον ἐν τῇ Ὀδ., ὡς ἐπίθ. τοῦ ἱστοῦ τῆς Πηνελόπης, ἱστὸν ... ὕφαινεν καὶ π. Β. 95, Τ. 140, Ω. 130, πρβλ. Ἀρισταίν. 1. 1· - μεταγεν., καθαρῶς ἐπὶ μεγέθους, π. [[δέμας]], κήτεα Ὀππ. Ἁλ. 3. 190., 5. 47· [[πλόος]] Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 21. 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> mesuré en rond tout autour, <i>càd</i> rond <i>ou</i> d’égale mesure;<br /><b>2</b> qui dépasse la mesure, <i>càd</i> d’une beauté extraordinaire;<br /><b>II.</b> qui mesure tout autour : ἡ περίπετρος ([[γραμμή]]) ligne formant le contour ; circonférence, périmètre ; τὸ περίμετρον <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[μέτρον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (μέτρον)
A very large, Hom., only in Od., as epith. of Penelope's web, ἱστὸν . . ὕφαινε λεπτὸν καὶ π. 2.95, cf. 19.140; later, of bulk, π. δέμας, κήτεα, Opp.H.3.190, 5.47. 2 well fitting, of a garment, Aristaenet.1.1. II -μετρος (sc. γραμμή), ἡ, = περίμετρον, Arist.Mir.838b21, Thphr.HP4.12.4, PLille1.4 (iii B.C.), Plb.1.56.4, Phld.Sign.1, Str.2.5.4.
German (Pape)
[Seite 583] ἡ, sc. γραμμή, wie διάμετρος, Ummesser, Pol. 1, 56, 7 u. öfter, u. Folgde; γῆς, Luc. V. H. 2, 31; D. Sic. 2, 54. über das Maaß hinaus, sehr groß; ἱστόν, Od. 2, 95. 19, 140. 24, 130, was Andere εὔκυκλον, rund, erklärten; Sp., wie Luc. V. H. 2, 40; δέμας, Opp. Hal. 3, 190; κήτεα, 5, 47; auch rings im Kreise umgebend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περίμετρος: -ον, (μέτρον) ὡς τὸ ὑπέρμετρος, ὑπερβολικός, εἴτε κατὰ μέγεθος εἴτε κατὰ κάλλος, Ὁμ., μόνον ἐν τῇ Ὀδ., ὡς ἐπίθ. τοῦ ἱστοῦ τῆς Πηνελόπης, ἱστὸν ... ὕφαινεν καὶ π. Β. 95, Τ. 140, Ω. 130, πρβλ. Ἀρισταίν. 1. 1· - μεταγεν., καθαρῶς ἐπὶ μεγέθους, π. δέμας, κήτεα Ὀππ. Ἁλ. 3. 190., 5. 47· πλόος Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 21. 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 mesuré en rond tout autour, càd rond ou d’égale mesure;
2 qui dépasse la mesure, càd d’une beauté extraordinaire;
II. qui mesure tout autour : ἡ περίπετρος (γραμμή) ligne formant le contour ; circonférence, périmètre ; τὸ περίμετρον m. sign.
Étymologie: περί, μέτρον.