φθορία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death

Source
(6_10)
(45)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''φθορία''': ἡ, διαφθορά, [[βλάβη]], κακὸς [[σκοπός]], Ἱππ. Ὅρκ.
|lstext='''φθορία''': ἡ, διαφθορά, [[βλάβη]], κακὸς [[σκοπός]], Ἱππ. Ὅρκ.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />[[φθορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φθορά]] (ή [[φθόρος]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὀλεθρ</i>-<i>ία</i>: [[ὄλεθρος]])].
}}
}}

Revision as of 12:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθορία Medium diacritics: φθορία Low diacritics: φθορία Capitals: ΦΘΟΡΙΑ
Transliteration A: phthoría Transliteration B: phthoria Transliteration C: fthoria Beta Code: fqori/a

English (LSJ)

ἡ,

   A corruption, mischief, Hp.Jusj.

Greek (Liddell-Scott)

φθορία: ἡ, διαφθορά, βλάβη, κακὸς σκοπός, Ἱππ. Ὅρκ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
φθορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθοράφθόρος) + κατάλ. -ία (πρβλ. ὀλεθρ-ία: ὄλεθρος)].