ἐξονομακλήδην: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξονομακλήδην''': Ἐπίρρ. ([[καλέω]]), «τὸ ἐκ κυρίων ὀνομάτων καλεῖν, [[οἷον]], σχέσθε ὦ Ἀντῆνορ», κτλ. (Εὐστ.), [[ὀνομαστί]], ἐξ ὀνόματος ὀνομάζειν, [[ἐξονομακλήδην]] ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον Ἰλ. Χ. 415, πρβλ. Ὀδ. Δ. 278· ἐμὲ δὲ φθέγγοντο καλεῦντες [[ἐξονομακλήδην]] [[αὐτόθι]] Μ. 250 καὶ προκαλεῖσθαι [[ἐξονομακλήδην]] ᾦ προπιεῖν ἐθέλει Κριτίας παρ’ Ἀθην. 432Ε: πρβλ. [[ὀνομακλήδην]].
|lstext='''ἐξονομακλήδην''': Ἐπίρρ. ([[καλέω]]), «τὸ ἐκ κυρίων ὀνομάτων καλεῖν, [[οἷον]], σχέσθε ὦ Ἀντῆνορ», κτλ. (Εὐστ.), [[ὀνομαστί]], ἐξ ὀνόματος ὀνομάζειν, [[ἐξονομακλήδην]] ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον Ἰλ. Χ. 415, πρβλ. Ὀδ. Δ. 278· ἐμὲ δὲ φθέγγοντο καλεῦντες [[ἐξονομακλήδην]] [[αὐτόθι]] Μ. 250 καὶ προκαλεῖσθαι [[ἐξονομακλήδην]] ᾦ προπιεῖν ἐθέλει Κριτίας παρ’ Ἀθην. 432Ε: πρβλ. [[ὀνομακλήδην]].
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en appelant par son nom.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὄνομα]], [[καλέω]], -δην.
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξονομακλήδην Medium diacritics: ἐξονομακλήδην Low diacritics: εξονομακλήδην Capitals: ΕΞΟΝΟΜΑΚΛΗΔΗΝ
Transliteration A: exonomaklḗdēn Transliteration B: exonomaklēdēn Transliteration C: eksonomaklidin Beta Code: e)conomaklh/dhn

English (LSJ)

Adv.

   A by name, ἐ. ὀνομάζων Il.22.415; ἐκ δ' ὀ. Od.4.278; ἐμὲ δὲ φθέγγοντο καλεῦντες ἐ. 12.250; προκαλεῖσθαι Critias 6.8 D.

German (Pape)

[Seite 887] bei Namen gerufen, namentlich, ἐξ. ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον Il. 22, 415; καλεῖν Od. 12, 250; in tmesi, ἐκ δ' ὀνομακλήδην Δαναῶν ὀνόμαζες ἀρίστους 4, 278; προκαλεῖσθαι Critias bei Ath. X, 432 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξονομακλήδην: Ἐπίρρ. (καλέω), «τὸ ἐκ κυρίων ὀνομάτων καλεῖν, οἷον, σχέσθε ὦ Ἀντῆνορ», κτλ. (Εὐστ.), ὀνομαστί, ἐξ ὀνόματος ὀνομάζειν, ἐξονομακλήδην ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον Ἰλ. Χ. 415, πρβλ. Ὀδ. Δ. 278· ἐμὲ δὲ φθέγγοντο καλεῦντες ἐξονομακλήδην αὐτόθι Μ. 250 καὶ προκαλεῖσθαι ἐξονομακλήδην ᾦ προπιεῖν ἐθέλει Κριτίας παρ’ Ἀθην. 432Ε: πρβλ. ὀνομακλήδην.

French (Bailly abrégé)

adv.
en appelant par son nom.
Étymologie: ἐξ, ὄνομα, καλέω, -δην.