μεγαλέμπορος: Difference between revisions
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(6_15) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεγᾰλέμπορος''': ὁ, ὡς καὶ νῦν, [[μέγας]] [[ἔμπορος]], ὁ μεγάλα ἐμπορευόμενος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ., Ὄρν. 823. - Ἐπίρρ. μεγαλεμπόρως, κατὰ τὸν τρόπον τῶν μεγαλεμπόρων, Θ. Στουδ. σ. 1581, ἔκδοσ. Mi. | |lstext='''μεγᾰλέμπορος''': ὁ, ὡς καὶ νῦν, [[μέγας]] [[ἔμπορος]], ὁ μεγάλα ἐμπορευόμενος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ., Ὄρν. 823. - Ἐπίρρ. μεγαλεμπόρως, κατὰ τὸν τρόπον τῶν μεγαλεμπόρων, Θ. Στουδ. σ. 1581, ἔκδοσ. Mi. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και μεγαλέμπορας, ο (ΑM [[μεγαλέμπορος]])<br />αυτός που εμπορεύεται μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων και διαθέτει μεγάλα κεφάλαια. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεγαλεμπόρως</i> (Μ)<br />[[κατά]] τον τρόπο τών μεγαλεμπόρων. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A wholesale merchant, Sch.Ar.Av.823.
German (Pape)
[Seite 105] ὁ, der Großhändler, Schol. Ar. Av. 823.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλέμπορος: ὁ, ὡς καὶ νῦν, μέγας ἔμπορος, ὁ μεγάλα ἐμπορευόμενος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ., Ὄρν. 823. - Ἐπίρρ. μεγαλεμπόρως, κατὰ τὸν τρόπον τῶν μεγαλεμπόρων, Θ. Στουδ. σ. 1581, ἔκδοσ. Mi.
Greek Monolingual
και μεγαλέμπορας, ο (ΑM μεγαλέμπορος)
αυτός που εμπορεύεται μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων και διαθέτει μεγάλα κεφάλαια.
επίρρ...
μεγαλεμπόρως (Μ)
κατά τον τρόπο τών μεγαλεμπόρων.