πολύκερως: Difference between revisions
From LSJ
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(6_23) |
(Bailly1_4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολύκερως''': -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰ κέρατα, π. [[φόνος]] ὁ [[φόνος]] πολλῶν κερασφόρων κτηνῶν, Σοφ. Αἴ. 55. | |lstext='''πολύκερως''': -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰ κέρατα, π. [[φόνος]] ὁ [[φόνος]] πολλῶν κερασφόρων κτηνῶν, Σοφ. Αἴ. 55. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ως, ων ; <i>gén.</i> ω, <i>dat.</i> ῳ, <i>acc.</i> ων;<br />de beaucoup de cornes : [[πολύκερως]] [[φόνος]] SOPH massacre d’une foule de bêtes à cornes.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κέρας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
German (Pape)
[Seite 664] ὁ, ἡ, mit vielen Hörnern, φόνος, Mord vieler Rinder, Soph. Ai. 55.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰ κέρατα, π. φόνος ὁ φόνος πολλῶν κερασφόρων κτηνῶν, Σοφ. Αἴ. 55.
French (Bailly abrégé)
ως, ων ; gén. ω, dat. ῳ, acc. ων;
de beaucoup de cornes : πολύκερως φόνος SOPH massacre d’une foule de bêtes à cornes.
Étymologie: πολύς, κέρας.