τρίπεδος: Difference between revisions

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
(6_15)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίπεδος''': -ον, (ποὺς) ὁ ἔχων [[μῆκος]] τριῶν ποδῶν, [[διάμετρον]] τρίπεδον Πολύβ. 6. 22, 2.
|lstext='''τρίπεδος''': -ον, (ποὺς) ὁ ἔχων [[μῆκος]] τριῶν ποδῶν, [[διάμετρον]] τρίπεδον Πολύβ. 6. 22, 2.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[μήκος]] τριών ποδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πεδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέζα]] <span style="color: red;"><</span> <i>πεδ</i>-<i>ja</i>, δωρ. τ. της λ. [[πους]]), <b>πρβλ.</b> [[ὀκτάπεδος]].
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίπεδος Medium diacritics: τρίπεδος Low diacritics: τρίπεδος Capitals: ΤΡΙΠΕΔΟΣ
Transliteration A: trípedos Transliteration B: tripedos Transliteration C: tripedos Beta Code: tri/pedos

English (LSJ)

ον, (πούς)

   A three feet long, διάμετρος Plb.6.22.2; θριγκοί IG7.3073.76 (Lebad., ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1145] drei Fuß lang, Pol. 6, 22, 2.

Greek (Liddell-Scott)

τρίπεδος: -ον, (ποὺς) ὁ ἔχων μῆκος τριῶν ποδῶν, διάμετρον τρίπεδον Πολύβ. 6. 22, 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει μήκος τριών ποδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πεδος (< πέζα < πεδ-ja, δωρ. τ. της λ. πους), πρβλ. ὀκτάπεδος.