οἰδματόεις: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
(6_8) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰδμᾰτόεις''': εσσα, εν, [[κυματόεις]], [[πλήρης]] κυμάτων, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 66, Ὀππ. Ἁλ. 5. 273. | |lstext='''οἰδμᾰτόεις''': εσσα, εν, [[κυματόεις]], [[πλήρης]] κυμάτων, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 66, Ὀππ. Ἁλ. 5. 273. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[οἰδματόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />[[κυματώδης]], [[γεμάτος]] κύματα («οἰδματόεντα πόρον», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶδμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αστερ</i>-<i>όεις</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
εσσα, εν,
A billowy, A.Fr.69 (lyr.), Opp.H.5.273.
German (Pape)
[Seite 298] εσσα, εν, voll Wasserschwall, wellenreich; πόρος, Aesch. frg. 59; Opp. Hal. 5, 273.
Greek (Liddell-Scott)
οἰδμᾰτόεις: εσσα, εν, κυματόεις, πλήρης κυμάτων, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 66, Ὀππ. Ἁλ. 5. 273.
Greek Monolingual
οἰδματόεις, -εσσα, -εν (Α)
κυματώδης, γεμάτος κύματα («οἰδματόεντα πόρον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶδμα, -ατος + κατάλ. -όεις (πρβλ. αστερ-όεις)].