τρισαλιτήριος: Difference between revisions
From LSJ
ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children
(6_19) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρισᾰλῐτήριος''': -ον, τρὶς [[ἀλιτήριος]], Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Η΄, 34, κ. ἀλλ.). - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τρισαλιτήριος]]· ἁμαρτωλὸς»· - [[ὡσαύτως]] τρισάλιτρος, ον, Τζέτζ. Ἱστ. 13, τίτ. 479. | |lstext='''τρισᾰλῐτήριος''': -ον, τρὶς [[ἀλιτήριος]], Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Η΄, 34, κ. ἀλλ.). - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τρισαλιτήριος]]· ἁμαρτωλὸς»· - [[ὡσαύτως]] τρισάλιτρος, ον, Τζέτζ. Ἱστ. 13, τίτ. 479. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[τρεις]] φορές [[αλιτήριος]], κακοηθέστατος, ανοσιότατος<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[τρισαλιτήριος]]<br />[[ἁμαρτωλός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀλιτήριος]] «[[δόλιος]], [[κακοήθης]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:46, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A thrice-sinful, LXX 2 Ma.8.34, Es.8.13:—also τρῐσ-άλιτρος [ᾰ], ον, Tz.H.13 No. 479 tit.
Greek (Liddell-Scott)
τρισᾰλῐτήριος: -ον, τρὶς ἀλιτήριος, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Η΄, 34, κ. ἀλλ.). - Καθ’ Ἡσύχ.: «τρισαλιτήριος· ἁμαρτωλὸς»· - ὡσαύτως τρισάλιτρος, ον, Τζέτζ. Ἱστ. 13, τίτ. 479.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. τρεις φορές αλιτήριος, κακοηθέστατος, ανοσιότατος
2. (κατά τον Ησύχ.) «τρισαλιτήριος
ἁμαρτωλός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + ἀλιτήριος «δόλιος, κακοήθης»].