προθεραπεύω: Difference between revisions
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
(6_2) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προθεραπεύω''': [[προπαρασκευάζω]], ἔρια (πρὸς βαφὴν) Πλάτ. Πολ. 429Ε· πρ. ἑαυτῷ τὸν ἀκροατὴν Οὐλπ. προλεγ. εἰς Δημ. ΙΙ. περιποιοῦμαι [[προηγουμένως]], τοὺς δυνατοὺς Πλουτ. Ἀλκ. 25. | |lstext='''προθεραπεύω''': [[προπαρασκευάζω]], ἔρια (πρὸς βαφὴν) Πλάτ. Πολ. 429Ε· πρ. ἑαυτῷ τὸν ἀκροατὴν Οὐλπ. προλεγ. εἰς Δημ. ΙΙ. περιποιοῦμαι [[προηγουμένως]], τοὺς δυνατοὺς Πλουτ. Ἀλκ. 25. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> préparer en vue de;<br /><b>2</b> user à l’avance de ménagements envers, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[θεραπεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
A prepare beforehand, ἔρια (for dyeing) Pl.R.429e; π. ἑαυτῷ τὸν ἀκροατήν Ulp.Proll.D.; τῇ ῥητορικῇ Aristid.2.104 J.:— Pass., Thphr.HP7.3.5. II court beforehand, τινα J.AJ6.14.4; τοὺς δυνατούς Plu.Alc.25: metaph., π. ἐλπίδα οἷα πυλωρόν Ph.2.3. III Medic., treai first, Ruf.Fr.72 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 723] vorher bedienen, besorgen, vorbereiten; Plat. Rep. VI, 429 e; Plut. Alc. 25.
Greek (Liddell-Scott)
προθεραπεύω: προπαρασκευάζω, ἔρια (πρὸς βαφὴν) Πλάτ. Πολ. 429Ε· πρ. ἑαυτῷ τὸν ἀκροατὴν Οὐλπ. προλεγ. εἰς Δημ. ΙΙ. περιποιοῦμαι προηγουμένως, τοὺς δυνατοὺς Πλουτ. Ἀλκ. 25.
French (Bailly abrégé)
1 préparer en vue de;
2 user à l’avance de ménagements envers, acc..
Étymologie: πρό, θεραπεύω.