ἀΐδηλος: Difference between revisions
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀΐδηλος''': [ῐ], Δωρ. ἀΐδᾱλος, ον, (α στερητ. Fιδεῖν) = ὁ καθιστῶν τι ἀόρατον, ὁ ἐξαφανίζων, καταστρέφων· (πρβλ. [[ἀφανίζω]]): οὕτω [[πάντοτε]] παρ’ Ὁμ., ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἄρεως, τῆς Ἀθηνᾶς, κτλ. Ἰλ. Ε. 897· ἀλλὰ πρὸ πάντων ἐπὶ τοῦ [[πυρός]]· Β. 455 κτλ.: - μεταγεν. τύχα, Συλλ. Ἐπιγρ. 3328. 5· Ὀππ. Ἁλ. 2. 487· [[πότμος]], [[αὐτόθι]] 1. 150· [[ἀΐδαλος]] τύχα, Ἀνθ. Π. (παράρτ.) 200. - Ἐπίρρ. -λως, = ὀλεθρίως, Ἰλ. Φ. 220. ΙΙ. παθ. [[ἀόρατος]], [[ἄγνωστος]], [[σκοτεινός]], Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 754. Παρμενίδ. 135· - ὡς ἐπίθ. τοῦ ᾍδου [[εἴτε]] ἐν τῇ Ὁμηρ. σημασ., [[εἴτε]] = [[σκοτεινός]], [[ἀμαυρός]], Σοφ. Αἴ. 608 (λυρ.) - Λέξις ποιητ. περὶ ἧς ἴδε Βουττμ. Λεξιλ. ἐν λέξ. - πρβλ. [[ἀΐζηλος]]. | |lstext='''ἀΐδηλος''': [ῐ], Δωρ. ἀΐδᾱλος, ον, (α στερητ. Fιδεῖν) = ὁ καθιστῶν τι ἀόρατον, ὁ ἐξαφανίζων, καταστρέφων· (πρβλ. [[ἀφανίζω]]): οὕτω [[πάντοτε]] παρ’ Ὁμ., ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἄρεως, τῆς Ἀθηνᾶς, κτλ. Ἰλ. Ε. 897· ἀλλὰ πρὸ πάντων ἐπὶ τοῦ [[πυρός]]· Β. 455 κτλ.: - μεταγεν. τύχα, Συλλ. Ἐπιγρ. 3328. 5· Ὀππ. Ἁλ. 2. 487· [[πότμος]], [[αὐτόθι]] 1. 150· [[ἀΐδαλος]] τύχα, Ἀνθ. Π. (παράρτ.) 200. - Ἐπίρρ. -λως, = ὀλεθρίως, Ἰλ. Φ. 220. ΙΙ. παθ. [[ἀόρατος]], [[ἄγνωστος]], [[σκοτεινός]], Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 754. Παρμενίδ. 135· - ὡς ἐπίθ. τοῦ ᾍδου [[εἴτε]] ἐν τῇ Ὁμηρ. σημασ., [[εἴτε]] = [[σκοτεινός]], [[ἀμαυρός]], Σοφ. Αἴ. 608 (λυρ.) - Λέξις ποιητ. περὶ ἧς ἴδε Βουττμ. Λεξιλ. ἐν λέξ. - πρβλ. [[ἀΐζηλος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui rend invisible, qui fait disparaître, destructeur;<br /><b>2</b> sombre, obscur.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἰδεῖν]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῐ], Dor. ἀΐδᾱλος, ον, (ἀ- priv., Φιδεῖν)
A making unseen, annihilating, destructive: in Hom., as epith. of Ares and Athena, Il.5.897,880; πῦρ ἀ. 2.455, al., Emp.109; ἠελίοιο ἔργ' ἀΐδηλα Parm.10.3; ἀΐδαλος τύχα Epigr.Gr.240.5 (Smyrna); ἄτη Opp.H.2.487; πότμος ib.1.150. Adv. -λως, = ὀλεθρίως, Il.21.220. II Pass., unseen, unknown, obscure, v.l. in Il.2.318, cf. Hes.Op.756, A.R.1.102, al.; unforeseen, ib.298; formless,4.681; unsubstantial, φρίκη Nic. Th.727; as epith. of Hades, dark, gloomy, S.Aj.608 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀΐδηλος: [ῐ], Δωρ. ἀΐδᾱλος, ον, (α στερητ. Fιδεῖν) = ὁ καθιστῶν τι ἀόρατον, ὁ ἐξαφανίζων, καταστρέφων· (πρβλ. ἀφανίζω): οὕτω πάντοτε παρ’ Ὁμ., ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἄρεως, τῆς Ἀθηνᾶς, κτλ. Ἰλ. Ε. 897· ἀλλὰ πρὸ πάντων ἐπὶ τοῦ πυρός· Β. 455 κτλ.: - μεταγεν. τύχα, Συλλ. Ἐπιγρ. 3328. 5· Ὀππ. Ἁλ. 2. 487· πότμος, αὐτόθι 1. 150· ἀΐδαλος τύχα, Ἀνθ. Π. (παράρτ.) 200. - Ἐπίρρ. -λως, = ὀλεθρίως, Ἰλ. Φ. 220. ΙΙ. παθ. ἀόρατος, ἄγνωστος, σκοτεινός, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 754. Παρμενίδ. 135· - ὡς ἐπίθ. τοῦ ᾍδου εἴτε ἐν τῇ Ὁμηρ. σημασ., εἴτε = σκοτεινός, ἀμαυρός, Σοφ. Αἴ. 608 (λυρ.) - Λέξις ποιητ. περὶ ἧς ἴδε Βουττμ. Λεξιλ. ἐν λέξ. - πρβλ. ἀΐζηλος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui rend invisible, qui fait disparaître, destructeur;
2 sombre, obscur.
Étymologie: ἀ, ἰδεῖν.