μάδρυα: Difference between revisions
From LSJ
(6_21) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μάδρυα''': τά, ἀντὶ μαλόδρυα, = κοκκύμηλα, Σέλευκος παρ’ Ἀθην. 50Α, 1963. 33· πρβλ. [[ἀκρόδρυα]]. | |lstext='''μάδρυα''': τά, ἀντὶ μαλόδρυα, = κοκκύμηλα, Σέλευκος παρ’ Ἀθην. 50Α, 1963. 33· πρβλ. [[ἀκρόδρυα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μάδρυα]], τά (AM)<br />κορόμηλα ή δαμάσκηνα, αγριοδαμάσκηνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για συμφυρμό τών <i>ἅμα</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἄδρυα]] ([[ἁμάδρυα]] > [[μάδρυα]]<br /><b>βλ.</b> [[ἄδρυα]] και <i>ἅμα</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πρόκειται για δάνεια λ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 29 September 2017
English (LSJ)
τά, for μαλόδρυα,
A = κοκκύμηλα, Seleuc. ap. Ath.2.50a.
German (Pape)
[Seite 80] τά, für μαλόδρυα, = κοκκύμηλα, nach Ath. II, 50 b; auch Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
μάδρυα: τά, ἀντὶ μαλόδρυα, = κοκκύμηλα, Σέλευκος παρ’ Ἀθην. 50Α, 1963. 33· πρβλ. ἀκρόδρυα.
Greek Monolingual
μάδρυα, τά (AM)
κορόμηλα ή δαμάσκηνα, αγριοδαμάσκηνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συμφυρμό τών ἅμα + ἄδρυα (ἁμάδρυα > μάδρυα
βλ. ἄδρυα και ἅμα). Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για δάνεια λ.].