Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑπηνήτης: Difference between revisions

From LSJ

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπηνήτης''': -ου, ὁ, ὁ ἄρτι γενειῶν (πρβλ. [[ὑπήνη]]), πρῶτον ὑπηνήτῃ, «ἀρχομένῳ γενειάζειν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ω. 348, Ὀδ. Κ. 279· χαριεστάτην ἥβην [[εἶναι]] τοῦ ὑπηνήτου Πλάτ. Πρωτ. 309Β· [[Ἑρμῆς]] ὑπ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[Ζεὺς]] [[γενειήτης]], Λουκ. π. Θυσ. 11, πρβλ. Müller Arch. d. Kunst. § 379. [[καθόλου]] [[πωγωνοφόρος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[τράγος]]. Ἀνθ. Π. 6. 32. - Θηλυκόν τι ὑπηνῆτιν [[τρίχα]] εὕρηται ἐν Boiss. Ἀνέκδ. τ. 4, σ. 431.
|lstext='''ὑπηνήτης''': -ου, ὁ, ὁ ἄρτι γενειῶν (πρβλ. [[ὑπήνη]]), πρῶτον ὑπηνήτῃ, «ἀρχομένῳ γενειάζειν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ω. 348, Ὀδ. Κ. 279· χαριεστάτην ἥβην [[εἶναι]] τοῦ ὑπηνήτου Πλάτ. Πρωτ. 309Β· [[Ἑρμῆς]] ὑπ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[Ζεὺς]] [[γενειήτης]], Λουκ. π. Θυσ. 11, πρβλ. Müller Arch. d. Kunst. § 379. [[καθόλου]] [[πωγωνοφόρος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[τράγος]]. Ἀνθ. Π. 6. 32. - Θηλυκόν τι ὑπηνῆτιν [[τρίχα]] εὕρηται ἐν Boiss. Ἀνέκδ. τ. 4, σ. 431.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />barbu.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπήνη]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπηνήτης Medium diacritics: ὑπηνήτης Low diacritics: υπηνήτης Capitals: ΥΠΗΝΗΤΗΣ
Transliteration A: hypēnḗtēs Transliteration B: hypēnētēs Transliteration C: ypinitis Beta Code: u(phnh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one that is just getting a beard (cf. foreg.), πρῶτον ὑ. a youth with his first beard, Il.24.348, Od.10.279, cf. Pl.Prt.309b (quoting Homer), Him.Ecl.13.24, al.; Ἑρμῆς ὑ., opp. Ζεὺς γενειήτης, Luc. Sacr.11: generally, bearded, τράγος AP6.32 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1206] ὁ, der Bärtige, der einen Bart trägt; πρῶτον ὑπηνήτης Il. 24, 348 Od. 10, 279; ἥβην τοῦ ὑπηνήτου Plat. Prot. 309 b. – Auch der Bart, Agath. 29 (VI, 32).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπηνήτης: -ου, ὁ, ὁ ἄρτι γενειῶν (πρβλ. ὑπήνη), πρῶτον ὑπηνήτῃ, «ἀρχομένῳ γενειάζειν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ω. 348, Ὀδ. Κ. 279· χαριεστάτην ἥβην εἶναι τοῦ ὑπηνήτου Πλάτ. Πρωτ. 309Β· Ἑρμῆς ὑπ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ Ζεὺς γενειήτης, Λουκ. π. Θυσ. 11, πρβλ. Müller Arch. d. Kunst. § 379. καθόλου πωγωνοφόρος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τράγος. Ἀνθ. Π. 6. 32. - Θηλυκόν τι ὑπηνῆτιν τρίχα εὕρηται ἐν Boiss. Ἀνέκδ. τ. 4, σ. 431.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
barbu.
Étymologie: ὑπήνη.