γλήνη: Difference between revisions
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γλήνη''': ἡ, ἡ [[κόρη]] τοῦ ὀφθαλμοῦ, αὐτὸς ὁ [[ὀφθαλμός]], Ἰλ. Ξ. 494, Ὀδ. Ι. 390, Σοφ. Ο. Τ. 1277·- καί, ΙΙ. [[ἐπειδὴ]] αἱ εἰκόνες τῶν ἀντικειμένων σχηματίζονται μικραὶ ἐπὶ τῆς κόρης τοῦ ὀφθαλμοῦ, κατήντησε νὰ σημαίνῃ πᾶν μικρὸν [[εἴδωλον]] ἑτέρου μεγάλου πράγματος, [[πλαγγών]], «κοῦκλα», ὡς τὸ [[κόρη]], Λατ. pupilla, pupula· [[ἐπίπληξις]] ἢ [[ὕβρις]] παρ’ Ὁμ.· ἔρρε, κακὴ [[γλήνη]], κρημνίσου, δειλὴ [[κόρη]], Ἰλ. Θ. 164. ΙΙΙ. ἡ ἔν τινι ὀστῷ [[κοιλότης]] ἡ ὑποδεχομένη τὴν κεφαλὴν ἑτέρου ὀστοῦ, διακρίνεται δὲ τῆς κοτύλης ἐκ τοῦ ὅτι δὲν [[εἶναι]] τόσον βαθεῖα, Γαλην. IV. κηρήθρα, Α.Β.223, Ἡσύχ. V= γλίνη (ὃ ἴδε), Σουΐδ., κτλ. (Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] [[ἄδηλος]]· ὁ Κούρτιος κλίνει νὰ θεωρήσῃ αὐτὴν ὡς τὴν αὐτὴν πρὸς τὴν ῥίζαν τοῦ [[γελάω]], κτλ.). | |lstext='''γλήνη''': ἡ, ἡ [[κόρη]] τοῦ ὀφθαλμοῦ, αὐτὸς ὁ [[ὀφθαλμός]], Ἰλ. Ξ. 494, Ὀδ. Ι. 390, Σοφ. Ο. Τ. 1277·- καί, ΙΙ. [[ἐπειδὴ]] αἱ εἰκόνες τῶν ἀντικειμένων σχηματίζονται μικραὶ ἐπὶ τῆς κόρης τοῦ ὀφθαλμοῦ, κατήντησε νὰ σημαίνῃ πᾶν μικρὸν [[εἴδωλον]] ἑτέρου μεγάλου πράγματος, [[πλαγγών]], «κοῦκλα», ὡς τὸ [[κόρη]], Λατ. pupilla, pupula· [[ἐπίπληξις]] ἢ [[ὕβρις]] παρ’ Ὁμ.· ἔρρε, κακὴ [[γλήνη]], κρημνίσου, δειλὴ [[κόρη]], Ἰλ. Θ. 164. ΙΙΙ. ἡ ἔν τινι ὀστῷ [[κοιλότης]] ἡ ὑποδεχομένη τὴν κεφαλὴν ἑτέρου ὀστοῦ, διακρίνεται δὲ τῆς κοτύλης ἐκ τοῦ ὅτι δὲν [[εἶναι]] τόσον βαθεῖα, Γαλην. IV. κηρήθρα, Α.Β.223, Ἡσύχ. V= γλίνη (ὃ ἴδε), Σουΐδ., κτλ. (Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] [[ἄδηλος]]· ὁ Κούρτιος κλίνει νὰ θεωρήσῃ αὐτὴν ὡς τὴν αὐτὴν πρὸς τὴν ῥίζαν τοῦ [[γελάω]], κτλ.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> prunelle de l’œil, pupille;<br /><b>2</b> <i>à cause du rapetissement des objets réfléchis dans la pupille</i> figurine, poupée ; <i>ironiq.</i> ἔρρε κακὴ [[γλήνη]] IL sauve-toi, poltronne petite fille !.<br />'''Étymologie:''' R. Γαλ > Γλη, briller ; cf. [[γελάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A eyeball, Il.14.494, Od.9.390; τὸ εἴδωλον τὸ ἐν τῇ ὄψει, Ruf. Onom.24, cf. Poll.2.70; poet. eye, S.OT1277; Φαέθων μονάδι γλήνᾳ παραυγεῖ Cerc.4.18. II ἔρρε, κακὴ γ. Il.8.164, perh. doll, plaything (since figures are reflected small in the pupil, cf. κόρη). III socket of a joint, distd. from κοτύλη as being not so deep, Gal.2.736. IV honeycomb, AB233, Hsch. V = γλίνη (q. v.), Hdn. Gr.1.330.
Greek (Liddell-Scott)
γλήνη: ἡ, ἡ κόρη τοῦ ὀφθαλμοῦ, αὐτὸς ὁ ὀφθαλμός, Ἰλ. Ξ. 494, Ὀδ. Ι. 390, Σοφ. Ο. Τ. 1277·- καί, ΙΙ. ἐπειδὴ αἱ εἰκόνες τῶν ἀντικειμένων σχηματίζονται μικραὶ ἐπὶ τῆς κόρης τοῦ ὀφθαλμοῦ, κατήντησε νὰ σημαίνῃ πᾶν μικρὸν εἴδωλον ἑτέρου μεγάλου πράγματος, πλαγγών, «κοῦκλα», ὡς τὸ κόρη, Λατ. pupilla, pupula· ἐπίπληξις ἢ ὕβρις παρ’ Ὁμ.· ἔρρε, κακὴ γλήνη, κρημνίσου, δειλὴ κόρη, Ἰλ. Θ. 164. ΙΙΙ. ἡ ἔν τινι ὀστῷ κοιλότης ἡ ὑποδεχομένη τὴν κεφαλὴν ἑτέρου ὀστοῦ, διακρίνεται δὲ τῆς κοτύλης ἐκ τοῦ ὅτι δὲν εἶναι τόσον βαθεῖα, Γαλην. IV. κηρήθρα, Α.Β.223, Ἡσύχ. V= γλίνη (ὃ ἴδε), Σουΐδ., κτλ. (Ἡ ῥίζα εἶναι ἄδηλος· ὁ Κούρτιος κλίνει νὰ θεωρήσῃ αὐτὴν ὡς τὴν αὐτὴν πρὸς τὴν ῥίζαν τοῦ γελάω, κτλ.).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 prunelle de l’œil, pupille;
2 à cause du rapetissement des objets réfléchis dans la pupille figurine, poupée ; ironiq. ἔρρε κακὴ γλήνη IL sauve-toi, poltronne petite fille !.
Étymologie: R. Γαλ > Γλη, briller ; cf. γελάω.