Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διακονικός: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διᾱκονικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς ὑπηρεσίαν, [[χρήσιμος]], Ἀριστοφ. Πλ. 1170, κτλ.· ἐν τῷ συγκρ. -ώτερος Πλάτ. Γοργ. 517Β· αἱ δ. πράξεις, τὰ δ. ἔργα, [[ἐργασία]] ἢ [[ἀσχολία]] τοῦ ὑπηρέτου, [[ἔργον]] βάναυσον, [[ἀσχολία]] ταπεινὴ Ἀριστ. Πολ. 3. 4, 12., 7. 14, 7· δ. ἀρεταὶ [[αὐτόθι]] 1. 13, 2. - Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον διακόνου Μένανδ. Δημ. 1.
|lstext='''διᾱκονικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς ὑπηρεσίαν, [[χρήσιμος]], Ἀριστοφ. Πλ. 1170, κτλ.· ἐν τῷ συγκρ. -ώτερος Πλάτ. Γοργ. 517Β· αἱ δ. πράξεις, τὰ δ. ἔργα, [[ἐργασία]] ἢ [[ἀσχολία]] τοῦ ὑπηρέτου, [[ἔργον]] βάναυσον, [[ἀσχολία]] ταπεινὴ Ἀριστ. Πολ. 3. 4, 12., 7. 14, 7· δ. ἀρεταὶ [[αὐτόθι]] 1. 13, 2. - Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον διακόνου Μένανδ. Δημ. 1.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne les serviteurs <i>ou</i> la fonction d’un serviteur;<br /><b>2</b> apte au service, bon pour servir.<br />'''Étymologie:''' [[διάκονος]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾱκονικός Medium diacritics: διακονικός Low diacritics: διακονικός Capitals: ΔΙΑΚΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: diakonikós Transliteration B: diakonikos Transliteration C: diakonikos Beta Code: diakoniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A serviceable, Ar.Pl.1170, etc.; -κή (sc. τέχνη), ἡ, Pl.Plt.299d; δ. φύσις Id. ap. Plu.2.416f: Comp. -ώτερος Id.Grg.517b; αἱ δ. πράξεις, τὰ δ. ἔργα servants' business, menial work, Arist.Pol.1277a36, 1333a7; δ. ἀρεταί ib.1259b23. Adv. -κῶς in the course of service, Men.113; serviceably, Sor.1.80.

German (Pape)

[Seite 583] zur Bedienung gehörig, geschickt; Ar. Plut. 1170; τέχναι δ. καὶ δουλοπρεπεῖς Plat Gorg. 518 a; auch διακονικώτερος, 517 b; πράξεις, Dienergeschäfte, Arist. Pol. 2, 4; ἔργα, 7, 14. – Adv., διακονικῶς, flink, προιλήλυθας Men. Ath. IV, 172 c.

Greek (Liddell-Scott)

διᾱκονικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς ὑπηρεσίαν, χρήσιμος, Ἀριστοφ. Πλ. 1170, κτλ.· ἐν τῷ συγκρ. -ώτερος Πλάτ. Γοργ. 517Β· αἱ δ. πράξεις, τὰ δ. ἔργα, ἐργασίαἀσχολία τοῦ ὑπηρέτου, ἔργον βάναυσον, ἀσχολία ταπεινὴ Ἀριστ. Πολ. 3. 4, 12., 7. 14, 7· δ. ἀρεταὶ αὐτόθι 1. 13, 2. - Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον διακόνου Μένανδ. Δημ. 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne les serviteurs ou la fonction d’un serviteur;
2 apte au service, bon pour servir.
Étymologie: διάκονος.