θρᾶνος: Difference between revisions

From LSJ

σέθεν δὲ χωρὶς οὔτις εὐδαίμων ἔφυ → without you, no one has been happy | without you Health, no one has been happy

Source
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θρᾶνος''': ὁ, ([[θράω]]) [[θρανίον]], [[κάθισμα]], Ἀριστοφ. Πλ. 545 ([[ἔνθα]] [[ἀναγνωστέον]] θράνου, ἀντὶ θράνους). 2) [[δίφρος]] ἀφοδευτικὸς, Ἱππ. παρὰ Γαλην. ΙΙ. θρᾶνοι, οἱ, «τὰ ξύλα τὰ κατακλείοντα τοὺς πλινθίνους τοίχους» [[Πολυδ]]. Ι΄, 49 ([[ἔνθα]] νῦν γράφεται: ἐπίθρανοι).
|lstext='''θρᾶνος''': ὁ, ([[θράω]]) [[θρανίον]], [[κάθισμα]], Ἀριστοφ. Πλ. 545 ([[ἔνθα]] [[ἀναγνωστέον]] θράνου, ἀντὶ θράνους). 2) [[δίφρος]] ἀφοδευτικὸς, Ἱππ. παρὰ Γαλην. ΙΙ. θρᾶνοι, οἱ, «τὰ ξύλα τὰ κατακλείοντα τοὺς πλινθίνους τοίχους» [[Πολυδ]]. Ι΄, 49 ([[ἔνθα]] νῦν γράφεται: ἐπίθρανοι).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />siège, banc, escabeau.<br />'''Étymologie:''' R. Θραν, cf. [[θρόνος]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρᾶνος Medium diacritics: θρᾶνος Low diacritics: θράνος Capitals: ΘΡΑΝΟΣ
Transliteration A: thrânos Transliteration B: thranos Transliteration C: thranos Beta Code: qra=nos

English (LSJ)

ὁ, (θράομαι)

   A bench, form, Ar.Pl.545 (gen. θράνους codd., θράνου Poll.).    2 close-stool, Hp. ap. Gal.19.104.    II Archit.,    1 wooden beam, ὅσα κατέρρωγεν τοῦ τείχους ἐνδήσει θράνοις IG22.463.75; θράνους ἐπιθήσει διανεκεῖς, of beams supporting floors, ib.1668.81, cf. 1672.208.    2 ὁ θ. τοῦ νεώ the top course of masonry in a temple, ib.11(2).161A49 (Delos, iii B.C.); θ. ποικίλος PCair.Zen.445.5(iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1215] ὁ (verwandt mit θρόνος, θρῆνυς), Sitz, Bank, Schemel, VLL. δίφρος; Ar. Plut. 545, wo θράνους f. L. für θράνου, wird es vom Schol. ὑποπόδιον erkl. – a) Gerberbank, Poll. 1, 87, vgl. θρανεύω. – b) die Ruderbank, bes. die oberste der Reihen Ruderbänke auf den Trieren, der Sitz der θρανῖται. – c) der Nachtstuhl, Abtritt, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

θρᾶνος: ὁ, (θράω) θρανίον, κάθισμα, Ἀριστοφ. Πλ. 545 (ἔνθα ἀναγνωστέον θράνου, ἀντὶ θράνους). 2) δίφρος ἀφοδευτικὸς, Ἱππ. παρὰ Γαλην. ΙΙ. θρᾶνοι, οἱ, «τὰ ξύλα τὰ κατακλείοντα τοὺς πλινθίνους τοίχους» Πολυδ. Ι΄, 49 (ἔνθα νῦν γράφεται: ἐπίθρανοι).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
siège, banc, escabeau.
Étymologie: R. Θραν, cf. θρόνος.