ἅλιμος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἅλῐμος''': -ον, (ἅλς) ἀνήκων εἰς τὴν θάλασσαν, [[θαλάσσιος]], Λατ. marinus, Ἡσύχ. «ἅλιμα, θαλάσσια», γῆ ἁλμυρὰ παρὰ τὴν θάλασσαν, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ιζ΄, 6). ΙΙ. ὡς ουσιαστ., ἅλιμον, τὸ, [[θάμνος]] φυόμενος παρὰ τὴν θάλασσαν, «ἁρμυρήθρα» Ἀντιφ. ἐν «Μνήμασι» 1. Θεοφρ. Ἱ. Φ. 4. 16, 5· παρὰ Διοσκ. ἀρσ. ὁ [[ἅλιμος]], «[[θάμνος]] ἐστὶ [[φραγμίτης]], [[ὑπόλευκος]], οὐκ ἔχων ἀκάνθας, φύλλα δὲ ἐλαίᾳ παραπλήσια, πλατύτερα μέντοι καὶ ἁπαλώτερα· φύεται ἐν παραθαλασσίοις καὶ φραγμοῖς» 1.120.
|lstext='''ἅλῐμος''': -ον, (ἅλς) ἀνήκων εἰς τὴν θάλασσαν, [[θαλάσσιος]], Λατ. marinus, Ἡσύχ. «ἅλιμα, θαλάσσια», γῆ ἁλμυρὰ παρὰ τὴν θάλασσαν, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ιζ΄, 6). ΙΙ. ὡς ουσιαστ., ἅλιμον, τὸ, [[θάμνος]] φυόμενος παρὰ τὴν θάλασσαν, «ἁρμυρήθρα» Ἀντιφ. ἐν «Μνήμασι» 1. Θεοφρ. Ἱ. Φ. 4. 16, 5· παρὰ Διοσκ. ἀρσ. ὁ [[ἅλιμος]], «[[θάμνος]] ἐστὶ [[φραγμίτης]], [[ὑπόλευκος]], οὐκ ἔχων ἀκάνθας, φύλλα δὲ ἐλαίᾳ παραπλήσια, πλατύτερα μέντοι καὶ ἁπαλώτερα· φύεται ἐν παραθαλασσίοις καὶ φραγμοῖς» 1.120.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />de mer.<br />'''Étymologie:''' [[ἅλς]]¹.
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅλῐμος Medium diacritics: ἅλιμος Low diacritics: άλιμος Capitals: ΑΛΙΜΟΣ
Transliteration A: hálimos Transliteration B: halimos Transliteration C: alimos Beta Code: a(/limos

English (LSJ)

ον, (ἅλς)

   A of or belonging to the sea, ὄτοβος Trag.Adesp.247; τὰ ἅ. seaside, LXX Je.17.6.    II as Subst., ἅλιμον, τό, tree purslane, Atriples Halimus, Antiph.160, Thphr.HP4.16.5, Dsc.1.91 (ἅλιμος, ὁ, Ps.-Dsc.ibid.). (Sts. written ἄλιμον, cf. AB376.)

German (Pape)

[Seite 96] ον, salzig, Antiphan. Ath. IV, 161 a; ὁ ἅλ., auch τὸ ἅλιμον, eine Art strauchartiger Spinat, Theophr. (atriplex halimus).

Greek (Liddell-Scott)

ἅλῐμος: -ον, (ἅλς) ἀνήκων εἰς τὴν θάλασσαν, θαλάσσιος, Λατ. marinus, Ἡσύχ. «ἅλιμα, θαλάσσια», γῆ ἁλμυρὰ παρὰ τὴν θάλασσαν, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ιζ΄, 6). ΙΙ. ὡς ουσιαστ., ἅλιμον, τὸ, θάμνος φυόμενος παρὰ τὴν θάλασσαν, «ἁρμυρήθρα» Ἀντιφ. ἐν «Μνήμασι» 1. Θεοφρ. Ἱ. Φ. 4. 16, 5· παρὰ Διοσκ. ἀρσ. ὁ ἅλιμος, «θάμνος ἐστὶ φραγμίτης, ὑπόλευκος, οὐκ ἔχων ἀκάνθας, φύλλα δὲ ἐλαίᾳ παραπλήσια, πλατύτερα μέντοι καὶ ἁπαλώτερα· φύεται ἐν παραθαλασσίοις καὶ φραγμοῖς» 1.120.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de mer.
Étymologie: ἅλς¹.