ξανθόχροος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speechwhereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength

Source
(6_15)
(5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξανθόχροος''': -ον, ([[χρόα]], χρὼς) ὁ ἔχων κίτρινον δέρμα, Μόσχ. 2, 84· ἑτερόκλ. αἰτ. ξανθόχροα, Νόνν. Δ. 11· - οὕτω, ξανθόχρως, ωτος, ὁ, ἡ, ἐπὶ ἰχθύος τηγανιστοῦ, Ναυσικράτης ἐν «Ναυκλήροις» 2.
|lstext='''ξανθόχροος''': -ον, ([[χρόα]], χρὼς) ὁ ἔχων κίτρινον δέρμα, Μόσχ. 2, 84· ἑτερόκλ. αἰτ. ξανθόχροα, Νόνν. Δ. 11· - οὕτω, ξανθόχρως, ωτος, ὁ, ἡ, ἐπὶ ἰχθύος τηγανιστοῦ, Ναυσικράτης ἐν «Ναυκλήροις» 2.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξανθόχροος:''' -ον ([[χρόα]], [[χρώς]]), αυτός που έχει κιτρινωπό [[δέρμα]], σε Μόσχ.
}}
}}

Revision as of 00:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξανθόχροος Medium diacritics: ξανθόχροος Low diacritics: ξανθόχροος Capitals: ΞΑΝΘΟΧΡΟΟΣ
Transliteration A: xanthóchroos Transliteration B: xanthochroos Transliteration C: ksanthochroos Beta Code: canqo/xroos

English (LSJ)

ον, (χρόα, χρώς)

   A with yellow skin, δέμας Mosch.2.84 : heterocl. acc. ξανθόχροα Nonn.D.11.180.

German (Pape)

[Seite 275] zsgz. ξανθόχρους, = Folgdm; Mosch. 2, 84; Nonn. D. 11, 179.

Greek (Liddell-Scott)

ξανθόχροος: -ον, (χρόα, χρὼς) ὁ ἔχων κίτρινον δέρμα, Μόσχ. 2, 84· ἑτερόκλ. αἰτ. ξανθόχροα, Νόνν. Δ. 11· - οὕτω, ξανθόχρως, ωτος, ὁ, ἡ, ἐπὶ ἰχθύος τηγανιστοῦ, Ναυσικράτης ἐν «Ναυκλήροις» 2.

Greek Monotonic

ξανθόχροος: -ον (χρόα, χρώς), αυτός που έχει κιτρινωπό δέρμα, σε Μόσχ.