ἐξέρπω: Difference between revisions

From LSJ

Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund

Menander, Monostichoi, 537
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξέρπω''': ἀόρ. ἐξείρπῠσα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 14, 2: ― [[ἕρπω]] ἔξω ἔκ τινος, Ἀριστοφ. Νεφ. 710. 2) ἀπολ., [[ἕρπω]] ἔξω, ἐπὶ χωλοῦ ἀνθρώπου, Σοφ. Φιλ. 294· εἴ τις ἐξέρπει [[θύραζε]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 607· ἐπὶ ἐντόμων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 3., 8. 14, 2· ἐπὶ στρατεύματος, οὐ ταχὺ ἐξέρπει Ξεν. Ἀν. 7. 1, 8· [[φεύγω]] κρυφίως εἰς ἄλλον τόπον, ὡς αὐτὸς καὶ ἐξέρποις Χείλων παρὰ Διογ. Λ. 1. 73. ΙΙ. μεταβ., [[κάμνω]] νὰ ἑρπύσῃ τι ἔξω, [[ἐξάγω]], ἐξῆρψεν ἡ γῆ αὐτῶν βατράχους Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΔ΄, 30), ἀντὶ ἐξεῖρψεν (μεταγεν. ἀόρ. ἀντὶ τοῦ δοκίμου ἐξείρπυσεν).
|lstext='''ἐξέρπω''': ἀόρ. ἐξείρπῠσα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 14, 2: ― [[ἕρπω]] ἔξω ἔκ τινος, Ἀριστοφ. Νεφ. 710. 2) ἀπολ., [[ἕρπω]] ἔξω, ἐπὶ χωλοῦ ἀνθρώπου, Σοφ. Φιλ. 294· εἴ τις ἐξέρπει [[θύραζε]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 607· ἐπὶ ἐντόμων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 3., 8. 14, 2· ἐπὶ στρατεύματος, οὐ ταχὺ ἐξέρπει Ξεν. Ἀν. 7. 1, 8· [[φεύγω]] κρυφίως εἰς ἄλλον τόπον, ὡς αὐτὸς καὶ ἐξέρποις Χείλων παρὰ Διογ. Λ. 1. 73. ΙΙ. μεταβ., [[κάμνω]] νὰ ἑρπύσῃ τι ἔξω, [[ἐξάγω]], ἐξῆρψεν ἡ γῆ αὐτῶν βατράχους Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΔ΄, 30), ἀντὶ ἐξεῖρψεν (μεταγεν. ἀόρ. ἀντὶ τοῦ δοκίμου ἐξείρπυσεν).
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> ramper hors de, se traîner hors de;<br /><b>2</b> se dérouler, se développer <i>en parl. d’une armée</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἕρπω]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξέρπω Medium diacritics: ἐξέρπω Low diacritics: εξέρπω Capitals: ΕΞΕΡΠΩ
Transliteration A: exérpō Transliteration B: exerpō Transliteration C: ekserpo Beta Code: e)ce/rpw

English (LSJ)

aor.

   A ἐξείρπῠσα Arist.HA599a26, Aret.SD2.13:—creep out of, ἔκ τινος Ar.Nu.710.    2 abs., creep out or forth, of a lame man, S.Ph.294; εἴ τις ἐξέρποι θύραζε Ar.Eq.607; of insects, Arist.HA 550a5, 599a26.    II generally, go out, Hp.Vict.1.24; go forth, of an army or general, οὐ ταχὺ ἐξέρπει X.An.7.1.8, cf. Chiloap.D.L.1.73.    2 go away, ὑγιὴς ἐξῆρπε IG4.951.97 (Epid.).    III trans., make to come forth, produce, βατράχους LXXPs.104(105).30.

German (Pape)

[Seite 878] dasselbe, hervorkriechen, herausschleichen, vom hinkenden Philoktet, Soph. Phil. 294; ἐκ τοῦ σκίμποδος, von den Wanzen, Ar. Nubb. 709; vom Heere, οὐ ταχὺ ἐξέρπει, es rückt langsam aus, schleicht nur so, Xen. An. 7, 1, 8. – Uebh. hervorkommen, Chilo bei D. L. 1, 73. – Bei Sp. auch trans., hervorbringen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξέρπω: ἀόρ. ἐξείρπῠσα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 14, 2: ― ἕρπω ἔξω ἔκ τινος, Ἀριστοφ. Νεφ. 710. 2) ἀπολ., ἕρπω ἔξω, ἐπὶ χωλοῦ ἀνθρώπου, Σοφ. Φιλ. 294· εἴ τις ἐξέρπει θύραζε Ἀριστοφ. Ἱππ. 607· ἐπὶ ἐντόμων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 3., 8. 14, 2· ἐπὶ στρατεύματος, οὐ ταχὺ ἐξέρπει Ξεν. Ἀν. 7. 1, 8· φεύγω κρυφίως εἰς ἄλλον τόπον, ὡς αὐτὸς καὶ ἐξέρποις Χείλων παρὰ Διογ. Λ. 1. 73. ΙΙ. μεταβ., κάμνω νὰ ἑρπύσῃ τι ἔξω, ἐξάγω, ἐξῆρψεν ἡ γῆ αὐτῶν βατράχους Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΔ΄, 30), ἀντὶ ἐξεῖρψεν (μεταγεν. ἀόρ. ἀντὶ τοῦ δοκίμου ἐξείρπυσεν).

French (Bailly abrégé)

1 ramper hors de, se traîner hors de;
2 se dérouler, se développer en parl. d’une armée.
Étymologie: ἐξ, ἕρπω.