σήψ: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σήψ''': γεν. σηπός, ἡ, ([[σήπω]]) [[ἕλκος]] διαβιβρῶσκον, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ Γ΄, 1085. ΙΙ. σήψ, ὁ, Ἀριστ., Θεόφρ., ἡ, Διοσκ. 1. 68, κ. ἀλλ.· ― [[ὄφις]], τοῦ ὁποίου τὸ [[δῆγμα]] ἐπιφέρει ὑπερβολικὴν δίψαν, «σαπίτης», Ἀριστ. π. Θαυμασ. 164, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 1, κτλ.· [[δίψιος]] Νικ. Θηρ. 147· ἀκολουθεῖ δὲ [[σῆψις]], Αἰλ. π. Ζ. 16. 40· πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 113. 2) [[εἶδος]] φαρμακερᾶς σαύρας, Νικ. Θηρ. 147. 817· καλουμένη [[σαύρα]] χαλκιδικὴ ὑπὸ Διοσκ. 2. 70.
|lstext='''σήψ''': γεν. σηπός, ἡ, ([[σήπω]]) [[ἕλκος]] διαβιβρῶσκον, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ Γ΄, 1085. ΙΙ. σήψ, ὁ, Ἀριστ., Θεόφρ., ἡ, Διοσκ. 1. 68, κ. ἀλλ.· ― [[ὄφις]], τοῦ ὁποίου τὸ [[δῆγμα]] ἐπιφέρει ὑπερβολικὴν δίψαν, «σαπίτης», Ἀριστ. π. Θαυμασ. 164, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 1, κτλ.· [[δίψιος]] Νικ. Θηρ. 147· ἀκολουθεῖ δὲ [[σῆψις]], Αἰλ. π. Ζ. 16. 40· πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 113. 2) [[εἶδος]] φαρμακερᾶς σαύρας, Νικ. Θηρ. 147. 817· καλουμένη [[σαύρα]] χαλκιδικὴ ὑπὸ Διοσκ. 2. 70.
}}
{{bailly
|btext=σηπός (ὁ) :<br />serpent venimeux dont la morsure provoque une soif ardente et engendre la putréfaction.<br />'''Étymologie:''' [[σήπω]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σήψ Medium diacritics: σήψ Low diacritics: σηψ Capitals: ΣΗΨ
Transliteration A: sḗps Transliteration B: sēps Transliteration C: sips Beta Code: sh/y

English (LSJ)

gen. σηπός, ἡ, (σήπω)

   A putrefying sore, Hp.Epid.3.7, Dsc.1.58, al.    II σήψ, ὁ, Arist., Thphr. (v. infr.), Lucan.9.723:—a serpent, the bite of which causes intense thirst, Arist.Mir.846b11, Thphr.HP9.11.1 (cj.), etc.; δίψιος Nic.Th.147; mortification followed, Ael.NA16.40.    2 a kind of lizard, Nic.Th.817; also called σαύρα Χαλκιδική, Dsc.2.65.

German (Pape)

[Seite 876] σηπός, ὁ u. ἡ, 1) ein fauliges Geschwür, Hippocr. – 2) eine giftige Schlange, deren Biß das verletzte Glied in Fäulniß setzt, Arist. mirab. 164; Nic. Ther. 147; auch eine Eidechse, 817.

Greek (Liddell-Scott)

σήψ: γεν. σηπός, ἡ, (σήπω) ἕλκος διαβιβρῶσκον, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ Γ΄, 1085. ΙΙ. σήψ, ὁ, Ἀριστ., Θεόφρ., ἡ, Διοσκ. 1. 68, κ. ἀλλ.· ― ὄφις, τοῦ ὁποίου τὸ δῆγμα ἐπιφέρει ὑπερβολικὴν δίψαν, «σαπίτης», Ἀριστ. π. Θαυμασ. 164, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 1, κτλ.· δίψιος Νικ. Θηρ. 147· ἀκολουθεῖ δὲ σῆψις, Αἰλ. π. Ζ. 16. 40· πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 113. 2) εἶδος φαρμακερᾶς σαύρας, Νικ. Θηρ. 147. 817· καλουμένη σαύρα χαλκιδικὴ ὑπὸ Διοσκ. 2. 70.

French (Bailly abrégé)

σηπός (ὁ) :
serpent venimeux dont la morsure provoque une soif ardente et engendre la putréfaction.
Étymologie: σήπω.