Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πλοκαμίς: Difference between revisions

From LSJ

Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.

Τhucydides, 2.40.1
(6_12)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλοκᾰμίς''': -ῖδος, ἡ, ποιητ. ἀντὶ [[πλόκαμος]], πλεξίδα μαλλίων, κατὰ τὸ πλεῖστον γυναικείας [[κόμης]], ἐν τῷ πληθ., Βίων 1. 20, Εὐφορίων 52, κατὰ τὸν Σχολ. «τοῦ φέροντος πλόκαμον, τοῦ ἔχοντος τὰς τρίχας πεπλεγμένας», περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, «σγουρὰ μαλλ~ιά», [[κόμη]] οὔλη, τῶ τὰν πλοκαμῖδα φορεῦντος Θεόκρ. 13. 7. ― [[Κατὰ]] τὸν Φώτ. (σ. 434, 22): «[[πλοκαμίς]], ὁ [[οὖλος]] βόστρυχος... καὶ τῶν τριχῶν ἡ [[ἐμπλοκή]]».
|lstext='''πλοκᾰμίς''': -ῖδος, ἡ, ποιητ. ἀντὶ [[πλόκαμος]], πλεξίδα μαλλίων, κατὰ τὸ πλεῖστον γυναικείας [[κόμης]], ἐν τῷ πληθ., Βίων 1. 20, Εὐφορίων 52, κατὰ τὸν Σχολ. «τοῦ φέροντος πλόκαμον, τοῦ ἔχοντος τὰς τρίχας πεπλεγμένας», περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, «σγουρὰ μαλλ~ιά», [[κόμη]] οὔλη, τῶ τὰν πλοκαμῖδα φορεῦντος Θεόκρ. 13. 7. ― [[Κατὰ]] τὸν Φώτ. (σ. 434, 22): «[[πλοκαμίς]], ὁ [[οὖλος]] βόστρυχος... καὶ τῶν τριχῶν ἡ [[ἐμπλοκή]]».
}}
{{bailly
|btext=ῖδος (ἡ) :<br /><b>1</b> boucle de cheveux ; <i>au sg. coll.</i> chevelure bouclée;<br /><b>2</b> crinière d’animal.<br />'''Étymologie:''' [[πλόκαμος]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλοκᾰμίς Medium diacritics: πλοκαμίς Low diacritics: πλοκαμίς Capitals: ΠΛΟΚΑΜΙΣ
Transliteration A: plokamís Transliteration B: plokamis Transliteration C: plokamis Beta Code: plokami/s

English (LSJ)

ῖδος, ἡ, poet. for sq.,

   A lock or braid of hair, Euph.140, Bion 1.20, Nonn.D.4.133, 5.385: collectively in sg., braided hair, τοῦ τὰν πλοκαμῖδα φορεῦντος Theoc.13.7.    II = πλεκτάνη 11, in pl., Opp.H.2.125, C.3.179.

Greek (Liddell-Scott)

πλοκᾰμίς: -ῖδος, ἡ, ποιητ. ἀντὶ πλόκαμος, πλεξίδα μαλλίων, κατὰ τὸ πλεῖστον γυναικείας κόμης, ἐν τῷ πληθ., Βίων 1. 20, Εὐφορίων 52, κατὰ τὸν Σχολ. «τοῦ φέροντος πλόκαμον, τοῦ ἔχοντος τὰς τρίχας πεπλεγμένας», περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, «σγουρὰ μαλλ~ιά», κόμη οὔλη, τῶ τὰν πλοκαμῖδα φορεῦντος Θεόκρ. 13. 7. ― Κατὰ τὸν Φώτ. (σ. 434, 22): «πλοκαμίς, ὁ οὖλος βόστρυχος... καὶ τῶν τριχῶν ἡ ἐμπλοκή».

French (Bailly abrégé)

ῖδος (ἡ) :
1 boucle de cheveux ; au sg. coll. chevelure bouclée;
2 crinière d’animal.
Étymologie: πλόκαμος.